ἀπολυμαντήρ: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολῡμαντήρ:''' ὁ ([[λύμη]]), αυτός που λυμαίνεται [[κάτι]], [[καταστροφέας]]· δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], αυτός που καταστρέφει τη [[χαρά]] του δείπνου, αυτός που καταστρέφει [[κάθε]] [[ευχαρίστηση]], ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που καταβροχθίζει [[λαίμαργα]] ό,τι βρει κατά το [[δείπνο]], αυτός που γλείφει και το [[πιάτο]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀπολῡμαντήρ:''' ὁ ([[λύμη]]), αυτός που λυμαίνεται [[κάτι]], [[καταστροφέας]]· δαιτῶν [[ἀπολυμαντήρ]], αυτός που καταστρέφει τη [[χαρά]] του δείπνου, αυτός που καταστρέφει [[κάθε]] [[ευχαρίστηση]], ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που καταβροχθίζει [[λαίμαργα]] ό,τι βρει κατά το [[δείπνο]], αυτός που γλείφει και το [[πιάτο]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολῡμαντήρ:''' ῆρος ὁ чистильщик, уборщик: δαιτῶν ἀ. Hom. ирон. уборщик (чужих) блюд, блюдолиз. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (λύμη)
A destroyer: δαιτῶν ἀ. one who destroys one's pleasure at dinner, kill-joy (or a devourer of remnants, lick-plate), Od.17.220,377.
German (Pape)
[Seite 313] ῆρος, ὁ, Hom. zweimal, Od. 17, 220 πτωχὸν ἀνιηρόν, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες, Homerisch das compos. ἀπολυμαντήρ statt des simpl. λυμαντήρ, δαιτῶν ἀπολυμαντήρ = ὁ τὰς δαῖτας λυμαινόμενος, λυμεὼν τῶν εὐωχιῶν, Störer der Mahle, vgl. Apoll. Lex. Hom. 40, 13 Scholl. u. Eustath. Od. 17, 220.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῡμαντήρ: ὁ, (λύμη), ὁ λυμαινόμενος, δαιτῶν ἀπολυμαντήρ, «ὁ τὰς δαῖτας διὰ λαιμαργίαν λυμαινόμενος, ἢ τὰ τῶν δαιτῶν λύματα ὅ ἐστι καθάρματα οἷον ψιχία καὶ εἴ τι τοιοῦτον ἀποφερόμενος» Εὐστ. Ὀδ. Ρ. 220, 377, πρβλ. Σχολ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui détruit, qui bouleverse.
Étymologie: ἀπολυμαίνομαι.
Spanish (DGE)
(ἀπολῡμαντήρ) -ῆρος, ὁ aguafiestas δαιτῶν Od.17.220, 377.
Greek Monotonic
ἀπολῡμαντήρ: ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται κάτι, καταστροφέας· δαιτῶν ἀπολυμαντήρ, αυτός που καταστρέφει τη χαρά του δείπνου, αυτός που καταστρέφει κάθε ευχαρίστηση, ή, σύμφωνα με άλλους, αυτός που καταβροχθίζει λαίμαργα ό,τι βρει κατά το δείπνο, αυτός που γλείφει και το πιάτο, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολῡμαντήρ: ῆρος ὁ чистильщик, уборщик: δαιτῶν ἀ. Hom. ирон. уборщик (чужих) блюд, блюдолиз.