ἀπολωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολωτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δρέπω]], [[μαζεύω]] [[άνθη]]· γενικά, [[δρέπω]], [[αποσπώ]], [[αποσπώ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀπολωτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δρέπω]], [[μαζεύω]] [[άνθη]]· γενικά, [[δρέπω]], [[αποσπώ]], [[αποσπώ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολωτίζω:''' досл. срывать цветы, перен. отторгать, похищать (τινὰ πατρίδος Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολωτίζω Medium diacritics: ἀπολωτίζω Low diacritics: απολωτίζω Capitals: ΑΠΟΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: apolōtízō Transliteration B: apolōtizō Transliteration C: apolotizo Beta Code: a)polwti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπανθίζω, pluck off flowers: generally, pluck off, κόμας E.IA792; ἀ. νέους cut off the young, Id.Supp.449.

German (Pape)

[Seite 314] Blüthen abpflücken, Eur. Suppl. 465; übh. wegnehmen, κόμας I. A. 793.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολωτίζω: ἀπανθίζω, ἀποδρέπω, συλλέγω ἄνθη: καθόλου, ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· ἀποτέμνω, ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.

French (Bailly abrégé)

déflorer ; arracher en gén.
Étymologie: ἀπό, λωτίζω.

Spanish (DGE)

tronchar como si de flores se tratase κόμας E.IA 792, νέους E.Supp.449.

Greek Monolingual

ἀπολωτίζω (Α) λωτίζω
1. κόβω τα άνθη ενός φυτού
2. κόβω, τέμνω.

Greek Monotonic

ἀπολωτίζω: μέλ. -σω, δρέπω, μαζεύω άνθη· γενικά, δρέπω, αποσπώ, αποσπώ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολωτίζω: досл. срывать цветы, перен. отторгать, похищать (τινὰ πατρίδος Eur.).