ἀρίδακρυς: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρίδακρῠς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i> ([[δάκρυ]]), αυτός που κλαίει [[πολύ]], ο [[πολύδακρυς]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀρίδακρῠς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i> ([[δάκρυ]]), αυτός που κλαίει [[πολύ]], ο [[πολύδακρυς]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρίδακρυς:''' <b class="num">1)</b> сопровождаемый горьким плачем ([[γόος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> Arst. = [[ἀριδάκρυος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A very tearful, γόος A.Pers.947 (lyr.); of persons, Arist.HA608b9, Pr. 953b11: prov., ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοί Sch. Ven.Il.1.349; but in bad sense, Ph.2.269.
German (Pape)
[Seite 350] υος, dasselbe, γόος Aesch. Pers. 910; ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen. 1, 14. Vgl. Schol. Il. 19, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίδακρῠς: υ, γεν. -υος, ὁ πολύδακρυς γόος Αἰσχύλ. Πέρς. 947˙ ἐπὶ προσ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 1. 1, πρβλ. 30. 1, 7˙ παροιμ. , ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοὶ Σχόλ. Ἐν. εἰς Ἰλ. Α. 349.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
accompagné de larmes abondantes.
Étymologie: ἀρι-, δάκρυ.
Spanish (DGE)
(ἀρίδακρῠς) -ῠ
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
• Morfología: [gen. -υος]
1 abundante en lágrimas, γόος A.Pers.947, cf. Poll.2.63.
2 de pers. que llora mucho, dado al llanto γυνὴ ἀνδρὸς ... ἀρίδακρυ μᾶλλον Arist.HA 608b9, cf. Arist.Pr.953b11, prov. ἀριδάκρυες ἀνέρες ἐσθλοί Sch.Er.Il.1.349, ἀγαθοὶ δ' ἀριδάκρυες ἄνδρες Zen.1.4
•peyor. γενόμενος φιλήδονος ... ἔσει ... ἀ. Ph.2.269.
Greek Monotonic
ἀρίδακρῠς: -υ, γεν. -υος (δάκρυ), αυτός που κλαίει πολύ, ο πολύδακρυς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρίδακρυς: 1) сопровождаемый горьким плачем (γόος Aesch.);
2) Arst. = ἀριδάκρυος.