βάδος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βάδος:''' ὁ ([[βαίνω]]), [[περίπατος]], <i>βάδον βαδίζειν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βάδος:''' ὁ ([[βαίνω]]), [[περίπατος]], <i>βάδον βαδίζειν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βάδος:''' (ᾰ) ὁ ход, путь (βὰδον βαδίζειν Arph.).
}}
}}

Revision as of 17:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάδος Medium diacritics: βάδος Low diacritics: βάδος Capitals: ΒΑΔΟΣ
Transliteration A: bádos Transliteration B: bados Transliteration C: vados Beta Code: ba/dos

English (LSJ)

ὁ,

   A walk, βάδον βαδίζειν, coined by Ar.Av.42.    II v. βάτος.

German (Pape)

[Seite 423] ὁ, Weg, βάδον βαδίζειν Ar. Av. 42.

Greek (Liddell-Scott)

βάδος: ὁ, περιπάτημα, περίπατος, βάδισις, ὁδός, βάδον βαδίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 42.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marche.
Étymologie: R. Βα, marcher.

Spanish (DGE)

v. 2 βάτος.
-ου, ὁ paso βάδον βαδίζειν dar un paso Ar.Au.42.

Greek Monolingual

βάδος, ο (Α) βαδίζω
βάδιση, περπάτημα.

Greek Monotonic

βάδος: ὁ (βαίνω), περίπατος, βάδον βαδίζειν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βάδος: (ᾰ) ὁ ход, путь (βὰδον βαδίζειν Arph.).