βριήπυος: Difference between revisions
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρῐήπῠος:''' -ον ([[ἀπύω]]), αυτός που φωνάζει [[δυνατά]], λέγεται για τον Άρη, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''βρῐήπῠος:''' -ον ([[ἀπύω]]), αυτός που φωνάζει [[δυνατά]], λέγεται για τον Άρη, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρῐήπυος:''' громогласный, рыкающий ([[Ἄρης]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀπύω)
A loud-shouting, of Ares, Il.13.521.
German (Pape)
[Seite 464] heftig schreiend, Ares, Il. 13, 521, ἅπαξ εἰρημέν.
Greek (Liddell-Scott)
βριήπῠος: ον (ἀπύω) ὁ μεγάλως, ἰσχυρῶς φωνάζων, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Ν. 521.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui crie d’une voix forte (Arès).
Étymologie: βρι-, ἠπύω.
English (Autenrieth)
(ἠπύω): loud-shouting, Il. 13.521†.
Spanish (DGE)
-ον
que grita con voz fuerte, que da fuertes gritos epít. de Ares Il.13.521, Hes.Fr.10a.69, Corn.ND 21, Hsch., de Dioniso Anecd.Ludw.11.7, ref. a Ἀβραάμ Ph.Epic.SHell.681.5, a Príapo, Sch.Theoc.1.21/22a.
Greek Monolingual
βριήπυος, -ον (Α)
αυτός που φωνάζει με βροντώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βρι- (πρβλ. βρίθω) + ηπύω «φωνάζω»].
Greek Monotonic
βρῐήπῠος: -ον (ἀπύω), αυτός που φωνάζει δυνατά, λέγεται για τον Άρη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
βρῐήπυος: громогласный, рыкающий (Ἄρης Hom.).