γειτόσυνος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γειτόσῠνος:''' -ον, αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει με κάποιον ή [[κάτι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''γειτόσῠνος:''' -ον, αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει με κάποιον ή [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γειτόσῠνος:''' соседний ([[καλύβη]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:59, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτόσυνος Medium diacritics: γειτόσυνος Low diacritics: γειτόσυνος Capitals: ΓΕΙΤΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: geitósynos Transliteration B: geitosynos Transliteration C: geitosynos Beta Code: geito/sunos

English (LSJ)

ον,

   A neighbouring, AP9.407 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 478] benachbart, καλύβη Ant. Sid. 103 (IX, 407); ἡ γειτοσύνη, Nachbarschaft, Strab. XIII, 591. γείτων, ονος, ὁ, ἡ, entstanden aus γειτων, vgl. das ähnlich gebildete γηίτης; γείτων von γέα, eigentlich = Landsmann, dem (selben) Lande angehörig; gebräuchlich in der Bedeutung Nachbar, Nachbarin, und als adjectiv., benachbart; Hom. dreimal, nominat. plur., Odyss. 4, 16 γείτονες ἠδὲ ἔται Μενελάου, unächte Stelle; 5, 489 ᾧ μὴ πάρα γείτονες ἄλλοι; 9, 48 οἵ σφιν γείτονες ἦσαν. – Hes. O. 344 u. Folgde; Prosa, καὶ ὁ πλησίον Plat. Theaet. 174 a; ἢ σύνοικος Legg. III, 696 b; καὶ ὅμορος Luc. Tim. 43; oft adj., benachbart, angränzend, πόντος, πόλις, Pind. N. 9, 43 P. 1, 32, wie Plat. Legg. IX, 877 a; χώρα Aesch. Pers. 67; σπλάγχνον γ. αὐτῷ Plat. Tim. 72 c. Selten c. gen., Eur. Cycl. 281 I. T. 1451; – ἐκ γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Plat. Rep. VII, 531 a, wie ἡ ἐκ τ. γ. Ar. Plut. 435 Lys. 701; ἐκ γειτόνων κατοικεῖν Antiphan. Ath. XIII, 572 a; ebenso ἐν γειτόνων, in der N., ᾤκει Luc. Philops. 25; Conv. 22; öfter bei Sp.; ἀπὸ γειτόνων D. Sic. 13, 84; Uebertr., verwandt, ähnlich, Luc. Icarom. 8. – Ein neutr. γεῖτον führt Hesych. an, vgl. App. B. C. 1, 93; Ach. Tat. 1, 2, 20.

Greek (Liddell-Scott)

γειτόσυνος: -ον, γειτνιάζων, Ἀνθ. II. 9. 407.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
voisin.
Étymologie: γείτων.

Spanish (DGE)

-η, -ον
vecino, próximo, βρέφος ἐς ... πόντου χεῖλος γειτοσύνης ἑρπύσαν ἐκ καλύβης un niño que se arrastró desde la cabaña cercana hasta la orilla del mar (donde se ahogó) AP 9.407 (Antip.Thess.)
neutr. subst. συνήγοσαν (sic) [ἐπὶ?] τὰ γειτόσυνα IG 9(2).301.13 (Trica II a.C.).

Greek Monolingual

γειτόσυνος, -ον (Α) γειτοσύνη
ο γειτονικός.

Greek Monotonic

γειτόσῠνος: -ον, αυτός που γειτονεύει, που συνορεύει με κάποιον ή κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γειτόσῠνος: соседний (καλύβη Anth.).