δαφνηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ.
|lsmtext='''δαφνηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· <i>δ. κλῶνες</i>, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη [[λατρεία]] του Απόλλωνα, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαφνηφόρος:''' лавроносный, увенчанный лавром ([[Ἀπόλλων]] Anacr., Plut.): δαφνηφόροι κλῶνες Eur. лавровые ветви; δαφνηφόροι τιμαί Aesch. благоговейное венчание лаврами.
}}
}}

Revision as of 15:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαφνηφόρος Medium diacritics: δαφνηφόρος Low diacritics: δαφνηφόρος Capitals: ΔΑΦΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: daphnēphóros Transliteration B: daphnēphoros Transliteration C: dafniforos Beta Code: dafnhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bay-bearing, δ. τιμαῖς A.Supp.706; δ. κλῶνες branches of bay borne in worship of Apollo, E.Ion422; δ. ἄλση groves of bay-trees, Hdn.1.12.2.    2 Subst., bearer of bays, at Eleusis, IG22.1092B25.    II epith. of Apollo at Thebes, Paus.9.10.4; at Eretria, IG12(9).210.

German (Pape)

[Seite 525] 1) Lorbeerbäume tragend, ἄλσεα, damit bepflanzt, Herodian. 1, 12, 3. – 2) Lorbeerzweige, -kränze tragend, τιμαί Aesch. Suppl. 706; κλῶνες, die Lorbeerzweige, Eur. Ion 422. Bes. heißt so Apollo, Anacr. 11, 6; Plut. Them. 15; vgl. Paus. 9, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δαφνηφόρος: -ον, ὁ φέρων δάφνην, δ. τιμαῖς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 706· δ. κλῶνες, κλῶνες δάφνης φερόμενοι εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 422· δ. ἄλσος, δάσος ἐκ δάφνης, Ἡρῳδιαν. 1. 12. ΙΙ. ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 10, 4· Ἀπόλλωνος δαφναφορίω ὑπάρχει ἐν ἐπιγραφῇ τινι τῆς Χαιρωνείας ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1595· πρβλ. δαφνίτης, δαφναῖος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une branche ou une couronne de laurier;
épiclèse d’Apollon à Érétrie.
Étymologie: δάφνη, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. y eol. δαφνα- Paus.9.10.4
I 1de cosas y abstr. adornado con laurel θεοὺς ... τίοιεν ... δαφνηφόροις ... τιμαῖς A.Supp.706, βωμοί en el templo de Apolo en Delfos, E.Io 422
en Roma ῥάβδοι ... δαφνηφόροι haces adornados con laurel, e.e. fasces laureati Plu.Luc.36
que produce laurel, abundante en laurel ἄλση Hdn.1.12.2.
2 de pers. portador de laurel, coronado de laurel tít. del sacerdote de Apolo Ismenio, Paus.l.c., en Roma en grandes celebraciones públicas ἄγγελοι καὶ κήρυκες Hdn.8.6.8, cf. 7.2, 1.7.3.
3 subst. ὁ Δ. epít. de Apolo dafnéforo, portador de laurel, Anacreont.12.6, venerado en el Ática, Plu.Them.15, IG 22.3630.7, 5079 (ambas II d.C.), en Eretria IG 12(9).191A.11, 210.29 (ambas IV a.C.), 208.24 (III a.C.), IM 78.3 (III/II a.C.)
tb. del Sol, Lyd.Mens.4.155.
II subst. ὁ δ. dafnéforo, portador de laurel que participa o preside la procesión de las Dafneforias en el Ática IG 22.1358B.38 (IV a.C.), 1092B.25 (II d.C.)
en Tebas, adulto que preside la procesión hasta el templo de Apolo Ismenio, en el rito más antiguo celebrado cada ocho años, Procl.Chr.77
niño coronado de laurel, en el rito más moderno celebrado anualmente, Paus.9.10.4, cf. δαυχνοφόρος.

Greek Monolingual

-ον
βλ. δαφνοφόρος.

Greek Monotonic

δαφνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, κρατά κλαδιά δάφνης· δ. κλῶνες, κλαδιά δάφνης τα οποία προορίζονταν για τη λατρεία του Απόλλωνα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δαφνηφόρος: лавроносный, увенчанный лавром (Ἀπόλλων Anacr., Plut.): δαφνηφόροι κλῶνες Eur. лавровые ветви; δαφνηφόροι τιμαί Aesch. благоговейное венчание лаврами.