δύσαρκτος: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ. | |lsmtext='''δύσαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσαρκτος:''' с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to govern, φρένες A.Ch.1024; στρατόπεδα J.AJ4.2.1; οὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον Plu.Luc.2; ἔθνος -ότατον App.BC2.149.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu beherrschen; Aesch. Ch. 1020; im compar., Plut. Lucull. 2 u. öfter; superl., App. B. C. 2, 149.
Greek (Liddell-Scott)
δύσαρκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρχόμενος, κυβερνώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 1024, Πλούτ. Λουκούλλ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à gouverner.
Étymologie: δυσ-, ἄρχω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de dominar φρένες A.Ch.1024, cf. Fr.281a.33, ἔθνος δυσαρκτότατον App.BC 2.149, στρατόπεδα I.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.
Greek Monolingual
δύσαρκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα κυβερνιέται («φρένες δύσαρκτοι»).
Greek Monotonic
δύσαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που δύσκολα κυβερνιέται, άρχεται, σε Αισχύλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δύσαρκτος: с трудом управляемый, непокорный, строптивый (φρένες Aesch.; ἀνὴρ εὐπραγίας ἐπιλαμβανόμενος Plut.).