ἐξερμηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερμηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[περιγράφω]] ακριβώς, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐξερμηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[περιγράφω]] ακριβώς, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξερμηνεύω:''' <b class="num">1)</b> (о языке) переводить (τὸ «[[trans]]» ἐξερμηνευόμενόν ἐστι [[πέραν]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> подробно описывать (ἡ [[ἀσπίς]] τινος ὅλῳ βιβλίῳ ἐξηρμηνεύθη Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερμηνεύω Medium diacritics: ἐξερμηνεύω Low diacritics: εξερμηνεύω Capitals: ΕΞΕΡΜΗΝΕΥΩ
Transliteration A: exermēneúō Transliteration B: exermēneuō Transliteration C: eksermineyo Beta Code: e)cermhneu/w

English (LSJ)

   A interpret, translate, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν τοὔνομα D.H.1.67, cf. Jul.Or.2.77d:—Pass., Plb.2.15.9, D.H.4.67, Plu.2.383d, etc.    II describe accurately, Luc.Hist.Conscr.19.

German (Pape)

[Seite 878] 1) auslegen, ἐς γλῶσσάν τινα, übersetzen, Pol. 2, 15, 9 D. Hal. 1, 67 u. öfter. – 2) genau beschreiben, Luc. conscr. hist. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερμηνεύω: μεθερμηνεύω, μεταφράζω, εἰς τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Διον. Ἁλ. 1. 67: ― Παθ., Πολύβ. 2, 15, 7, Διον. Ἁλ. 4. 67, κτλ. ΙΙ. περιγράφω ἀκριβῶς, Λουκ. πῶς δεῖ, Ἱστ. Συγγρ. 19.

French (Bailly abrégé)

décrire avec soin.
Étymologie: ἐξ, ἑρμηνεύω.

Greek Monolingual

ἐξερμηνεύω (Α) ερμηνεύω
1. ερμηνεύω, μεταφράζω
2. περιγράφω με ακρίβεια.

Greek Monotonic

ἐξερμηνεύω: μέλ. -σω, περιγράφω ακριβώς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερμηνεύω: 1) (о языке) переводить (τὸ «trans» ἐξερμηνευόμενόν ἐστι πέραν Polyb.);
2) подробно описывать (ἡ ἀσπίς τινος ὅλῳ βιβλίῳ ἐξηρμηνεύθη Luc.).