ἐπιδύω: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιδύω:''' αόρ. βʹ [[ἐπέδυν]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί, σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.
|lsmtext='''ἐπιδύω:''' αόρ. βʹ [[ἐπέδυν]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί, σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιδύω:''' (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον [[δῦναι]] … Hom.; ὁ [[ἥλιος]] μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδύω Medium diacritics: ἐπιδύω Low diacritics: επιδύω Capitals: ΕΠΙΔΥΩ
Transliteration A: epidýō Transliteration B: epidyō Transliteration C: epidyo Beta Code: e)pidu/w

English (LSJ)

( ἐπιδρομ-δύνω [ῡ] Man.6.642), aor. 2 ἐπέδυν,

   A set upon or so as to interrupt an action, μὴ πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il.2.413; ὁ ἥλιος μὴ ἐ. ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν Ep.Eph.4.26, cf. LXXDe.24.15, Ph.2.324.

German (Pape)

[Seite 940] (s. δύω), intr. tempp., darüber untergehen, πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il. 2, 413; ἐπί τινι, über Etwas, ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ ὀργῇ Ephes. 4, 26; Maneth. so auch praes. ἐπιδύνω.

French (Bailly abrégé)

se coucher sur en parl. du soleil.
Étymologie: ἐπί, δύω.

English (Strong)

from ἐπί and δύνω; to set fully (as the sun): go down.

English (Thayer)

to go down, set (of the sun): ἐπί, B. 2e. (Philo de spec. legg. 28); and with tmesis, Homer, Iliad 2,413.)

Greek Monolingual

ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α)
(για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» — προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ.
β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς περάσει η οργή, ΚΔ).

Greek Monotonic

ἐπιδύω: αόρ. βʹ ἐπέδυν, εκτελώ κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί, σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδύω: (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον δῦναι … Hom.; ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT).