ζώμευμα: Difference between revisions
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ζώμευμα:''' -ατος, τό, [[ζωμός]], [[σούπα]]· <i>ζωμεύματα</i>, λέγεται [[χάριν]] αστειότητας αντί ὑποζώματα [[νεώς]], (βλ. τη [[λέξη]] «<b>[[ὑπόζωμα]]</b>»), σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζώμευμα:''' ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с [[ὑπόζωμα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.
German (Pape)
[Seite 1143] τό, Brühe, bei Ar. Equ. 279 mit kom. Anspielung auf ὑπόζωμα.
Greek (Liddell-Scott)
ζώμευμα: τό, ζωμός, «σοῦπα», ζωμεύματα, κωμικ. ἀντὶ ὑποζώματα νεὼς (ἴδε ὑπόζωμα ἐν τέλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 279.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus, bouillon.
Étymologie: ζωμεύω.
Greek Monolingual
ζώμευμα, το (Α) ζωμεύω
(σε κωμ. λογοπαίγνιο του Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ' ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» — και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα, την οποία θα περίμενε κανείς]).
Greek Monotonic
ζώμευμα: -ατος, τό, ζωμός, σούπα· ζωμεύματα, λέγεται χάριν αστειότητας αντί ὑποζώματα νεώς, (βλ. τη λέξη «ὑπόζωμα»), σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ζώμευμα: ατος τό отвар, суп (Arph. - ирон. по созвучию с ὑπόζωμα).