θεογονία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θεογονία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[γενέσθαι]]), η [[γενιά]] ή [[γενεαλογία]] των θεών, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''θεογονία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[γενέσθαι]]), η [[γενιά]] ή [[γενεαλογία]] των θεών, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θεογονία:''' ион. θεογονίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> рождение, происхождение или родословие богов Her., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> «Теогония» (название одной из поэм Гесиода).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεογονία Medium diacritics: θεογονία Low diacritics: θεογονία Capitals: ΘΕΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: theogonía Transliteration B: theogonia Transliteration C: theogonia Beta Code: qeogoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A genealogy of the gods, title of Hesiod's poem; cf. Hdt.1.132, 2.53, Procl.in Ti.3.107 D.    II generation or birth of gods, Pl.Lg.886c, Ph.2.205, 264, D.L.Praef.3.

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Göttergeburt u. Abstammung; so heißt ein Gedicht des Hes., Her. 2, 53; Plat. Legg. X, 886 e.

Greek (Liddell-Scott)

θεογονία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ γένεσιςγενεαλογία τῶν θεῶν, ὄνομα ποιήματος τοῦ Ἡσιόδου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132., 2. 53, Πλάτ. Νόμ. 886C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 naissance ou origine des dieux;
2 « Théogonie » ou généalogie des dieux, titre d’un poème d’Hésiode.
Étymologie: θεόγονος.

Greek Monolingual

η (AM θεογονία, Α ιων. τ. θεογονίη)
η γέννηση και η καταγωγή τών θεών
νεοελλ.-μσν.
η δημιουργία του κόσμου
αρχ.
ως κύριο όν. Θεογονία
τίτλος ποιήματος του Ησιόδου που αναφέρεται στη γενεαλογία τών θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. ζωο-γονία, ωο-γονία].

Greek Monotonic

θεογονία: Ιων. -ίη, ἡ (γενέσθαι), η γενιά ή γενεαλογία των θεών, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θεογονία: ион. θεογονίη ἡ
1) рождение, происхождение или родословие богов Her., Plat.;
2) «Теогония» (название одной из поэм Гесиода).