καρποτόκος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καρποτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), [[καρποφόρος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''καρποτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), [[καρποφόρος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρποτόκος:''' рождающий плод, выращивающий плоды ([[Δημήτηρ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(parox.), ον,
A bearing fruit, epith. of Demeter, v.l. in AP12.225 (Strat.), of Isis, APl.4.264: metaph., Ph.1.53.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
καρποτόκος: -ον, καρποφόρος, Ἀνθ. Π. 12. 225, Φίλων 1. 53, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit des fruits.
Étymologie: καρπός, τίκτω.
Greek Monolingual
καρποτόκος, -ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α)
αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, θεο-τόκος.
Greek Monotonic
καρποτόκος: -ον (τίκτω), καρποφόρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καρποτόκος: рождающий плод, выращивающий плоды (Δημήτηρ Anth.).