κάρτος: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάρτος:''' -εος, τό, Επικ. αντί [[κράτος]], δοτ. <i>κάρτεϊ</i>, [[δύναμη]], [[ρώμη]], [[ακμή]], [[σθένος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''κάρτος:''' -εος, τό, Επικ. αντί [[κράτος]], δοτ. <i>κάρτεϊ</i>, [[δύναμη]], [[ρώμη]], [[ακμή]], [[σθένος]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κάρτος:''' εος τό эп.-ион. (= [[κράτος]]) сила, мощь, мужество ([[χειρῶν]] Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).
}}
}}

Revision as of 22:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτος Medium diacritics: κάρτος Low diacritics: κάρτος Capitals: ΚΑΡΤΟΣ
Transliteration A: kártos Transliteration B: kartos Transliteration C: kartos Beta Code: ka/rtos

English (LSJ)

εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2),

   A strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.

German (Pape)

[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v. l.

Greek (Liddell-Scott)

κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.

English (Autenrieth)

see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.

Greek Monolingual

κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.

Greek Monotonic

κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).