κατακονά: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(5)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰκονά:''' ἡ ([[κατακαίνω]]), = [[διαφθορά]], [[καταστροφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατᾰκονά:''' ἡ ([[κατακαίνω]]), = [[διαφθορά]], [[καταστροφή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰκονά:''' ἡ гибель, разрушение (βίου Eur.).
}}
}}

Revision as of 22:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκονά Medium diacritics: κατακονά Low diacritics: κατακονά Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΑ
Transliteration A: katakoná Transliteration B: katakona Transliteration C: katakona Beta Code: katakona/

English (LSJ)

ἡ, (κατακαίνω)

   A destruction, κατακονὰ ἀβίοτος βίου E.Hipp. 821 (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. EM50.25, Eust.381.22), κατακονᾷ . . βίος, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, wear away, as is done in whetting steel.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκονά: ἡ, (κατακαίνω), διαφθορά, καταστροφή, κατακονὰ ἀβίοτος βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... βίος, ἐκ τοῦ κατακονάω, φθείρω καὶ λεπτύνω, κατατρίβω (ὅπως ὅταν τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως·― τὸ ῥῆμα κατακονάω (ἐκ τοῦ ἀκόνη) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει καλλύνω.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ruine.
Étymologie: κατακαίνω.

Greek Monolingual

κατακονά, ἡ (Α) κατακαίνω
διαφθορά, καταστροφή.

Greek Monotonic

κατᾰκονά: ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰκονά: ἡ гибель, разрушение (βίου Eur.).