καταπέμπω: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] [[κάτω]], σε Ησίοδ.· [[ιδίως]], από τα [[μεσόγεια]] προς την [[παραλία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέλλω]] από το [[αρχηγείο]], [[στέλνω]], [[κατευθύνω]], σε Δημ. | |lsmtext='''καταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στέλνω]] [[κάτω]], σε Ησίοδ.· [[ιδίως]], από τα [[μεσόγεια]] προς την [[παραλία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αποστέλλω]] από το [[αρχηγείο]], [[στέλνω]], [[κατευθύνω]], σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπέμπω:''' <b class="num">1)</b> посылать (преимущ. из глубины страны к побережью) (κατεπέμφθη - sc. ὁ [[Κῦρος]] - [[σατράπης]] [[Λυδίας]] τε καὶ [[Φρυγίας]] καὶ Καππαδοκίας Xen.): κ. εἰρήνην Xen. посылать предложение о мире;<br /><b class="num">2)</b> направлять, назначать (στρατηγόν τινα Plut.; εἰς ἐπισκοπήν τινος Luc.);<br /><b class="num">3)</b> низвергать, сталкивать (εἰς [[Ἔρεβος]] Hes.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A send down, εἰς ἔρεβος Hes.Th.515; esp. from the inland to the sea-coast, X.HG5.1.30, An.1.9.7 (Pass.); in Egypt, down the Nile, PEleph. 10.7(iii B. C.), etc. II send from head-quarters, dispatch, λῃστάς D.12.13; στρατηγὸν κ. τινά as general, Plu.Flam.15; ἐς ἐπισκοπήν τινος Luc.DDeor.20.6; γράμματα Hdn.2.12.3.
German (Pape)
[Seite 1369] hinabschicken, hinablassen, -stoßen; εἰς ἔρεβος Hes. Th. 515; in die Gegend am Meere aus Hochasien, Xen. An. 1, 9, 7, vgl. Hell. 5, 1, 30; vor-, hinschicken, στρατηγούς Isocr. 4, 140; Plut. Flam. 15 u. a. Sp., Luc. oft.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέμπω: μέλλ., -ψω, πέμπω κάτω, εἰς ἔρεβος Ἡσ. Θεογ. 515· ἀετοὺς καταπέμπειν Λουκ. Προμηθ. 9· ἰδίως ἐκ τῶν μεσογείων εἰς τὰ παράλια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 30, Ἀν. 1. 9, 7. ΙΙ. ἀποστέλλω ἐκ τοῦ ἀρχηγείου, ἐκ τοῦ ἐπιτελείου, Δημ. 162, 11· στρατηγὸν κ. τινά, στέλλω ὡς στρατ., Πλουτ. Φλαμ. 15· ἐς ἐπισκοπήν τινος Λουκ. Θεῶν Διάλογ. 20, 6· «καταπεπεμέννα· καθειμένα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1 précipiter ; particul. envoyer sur mer ou dans des contrées maritimes;
2 p. ext. envoyer : στρατηγόν PLUT comme général ; εἰρήνην XÉN transmettre des propositions de paix.
Étymologie: κατά, πέμπω.
Greek Monolingual
(AM καταπέμπω)
στέλνω κάτι προς τα κάτω
μσν.
1. βυθίζω κάποιον σε απελπισία
2. μτφ. στέλνω κάποιον στον Άδη («πιττάκιν τὸ ἐκατάπεμψεν ἀπέσω τὴν ψυχὴν μου, εἰς θάνατον μὲ ἀπέσωσεν», Λίβ. και Ρόδ.)
αρχ.
1. στέλνω από τα μεσόγεια στα παράλια
2. (ειδ.) στέλνω από το αρχηγείο ή το επιτελείο («λῃστὰς ὁμολογεῑτε καταπέμπειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέμπω «στέλνω»].
Greek Monotonic
καταπέμπω: μέλ. -ψω,
I. στέλνω κάτω, σε Ησίοδ.· ιδίως, από τα μεσόγεια προς την παραλία, σε Ξεν.
II. αποστέλλω από το αρχηγείο, στέλνω, κατευθύνω, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
καταπέμπω: 1) посылать (преимущ. из глубины страны к побережью) (κατεπέμφθη - sc. ὁ Κῦρος - σατράπης Λυδίας τε καὶ Φρυγίας καὶ Καππαδοκίας Xen.): κ. εἰρήνην Xen. посылать предложение о мире;
2) направлять, назначать (στρατηγόν τινα Plut.; εἰς ἐπισκοπήν τινος Luc.);
3) низвергать, сталкивать (εἰς Ἔρεβος Hes.).