κνηκός: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''κνηκός:''' -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, <i>-ά</i>, <i>-όν</i>, αυτός που έχει [[χρώμα]] «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, [[καστανόξανθος]], [[κοκκινωπός]], σε Ανθ.· απ' όπου ο [[τράγος]] ονομάζεται <i>[[κνάκων]]</i>, <i>ὁ</i>, σε Θεόκρ.· και ο [[λύκος]] [[κνηκίας]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κνηκός:''' <b class="num">I</b> дор. [[κνακός|κνᾱκός]] 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο [[δέρμα]] Theocr.; [[τράγος]] Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ Babr. = [[κνηκίας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:02, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, Dor. κνᾱκός, ά, όν,
A pale yellow, tawny, of the goat, Thespis 4, Theoc.7.16, AP6.32 (Agath.); so in oracular style, Epigr.Gr.1034.23; of the wolf, Babr.113.2; cf. κνακός· ψαρός, ἵππος, Hsch. (Perh. cogn. with Skt. kāñcanam 'gold', OPruss. cucan 'brown', OE. hunig 'honey'.)
German (Pape)
[Seite 1460] dor. κνακός, gelblich, von der salben Farbe der Safflorblüthe u. des Safflorsaamens, isabellfarbig, Schol. Theocr. 7, 16; τράγοιο κνηκὸν δέρμα Theocr. 7, 16; vgl. Agath. 29 (VI, 32); vom Wolfe, Babr. 113, 2, s. κνηκίας.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, ά, όν, ἔχων χρῶμα κροκίζον, κιτρινωπὸν ὡς ὁ σπόρος, ἢ τὸ «χνοῦδι» τῆς κνήκου (Ἡσύχ., πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2), ἐπὶ τῆς αἰγός, Θεόκρ. 7. 16, Ἀνθ. Π. 6. 32· ἢ τοῦ λύκου, Βάρβ. 113. 2 Boisson.· ― ἐντεῦθεν ὁ τράγος καλεῖται κνάκων, ὁ, Θεόκρ. 3. 5· καὶ ὁ λύκος, κνηκίας, Βάβριος 112, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
roux, fauve : ὁ κνηκός (θήρ) le loup.
Étymologie: DELG κνῆκος.
Syn. κνηκίας, λύκος, μονιός, μονόλυκος.
Greek Monolingual
κνηκός, -ή, -όν και δωρ. τ. κνακός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κνήκου, ο κιτρινοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κνήκος].
Greek Monotonic
κνηκός: -ή, -όν, Δωρ. κνᾱκός, -ά, -όν, αυτός που έχει χρώμα «κροκίζον», χλωμοκίτρινο, καστανόξανθος, κοκκινωπός, σε Ανθ.· απ' όπου ο τράγος ονομάζεται κνάκων, ὁ, σε Θεόκρ.· και ο λύκος κνηκίας, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
κνηκός: I дор. κνᾱκός 3 желтый, рыжий или бурый (τράγοιο δέρμα Theocr.; τράγος Anth.).
II ὁ Babr. = κνηκίας.