κρυφαῖος: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρῠφαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[κρυφός]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[μυστικός]], [[λαθραίος]], [[κρυφός]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''κρῠφαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[κρυφός]], σε Πίνδ., Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[μυστικός]], [[λαθραίος]], [[κρυφός]], σε Αισχύλ.· επίρρ. <i>-ως</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρῠφαῖος:''' и Luc. 2 скрытый, тайный ([[πλοῦτος]] Pind.; πένθη Aesch.; [[δόλος]] Eur.; [[λόχος]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Phld.Piet.101, Luc.Ocyp.166:—
A hidden, Pi.I.1.67, A.Ch.83 (lyr.), S.Aj.899, Pl.Ti.77c; ἐν κρυφαίοις LXXJe.23.24, al. 2 secret, clandestine, δρασμός A.Pers.360; ἔκπλους ib.385; ἔπος S.Fr.935; ἀδικίαι Phld.l.c. Adv. -ως A.Pers.370, Aen. Tact.18.8.
German (Pape)
[Seite 1516] verborgen, hei mlich; πλοῦτον κρυφαῖον νέμειν Pind. I. 1, 67, κρ υφαίοις πένθεσι πα χνουμένη Aesch. Ch. 81, δόλος Eur. Rhes. 92, κρυφαίῳ φασγάνῳ περιπτυ χής Soph. Ai. 882, auch in Prosa, Plat. Tim. 77.c Soph. 219 e u. 86., wie ἐν τῷ κρυφαίῳ Matth. 6, 18, sonst κρυπτῷ. – Adv. κρυφαίως, Aesch. Pers 362.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Λουκ. Ὠκύπ. 166· ― κεκρυμμένος, κρυπτός, Πινδ. Ι. 1. 97, Τραγῳδοποδ. (ὡς Αἰσχύλ. Χο. 81, Σοφ. Αἴ. 899), Πλάτ. Τίμ 77C. 2) λαθραῖος, κρύφιος, δρασμὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 360· ἔκπλους αὐτόθι 385· ἔπος Σοφ. Ἀποσπ. 673· ― Ἐπίρρ. -ως, ναυσὶν κρυφαίως δρασμὸν εὑρόντες τινὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 370.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 caché;
2 clandestin, secret.
Étymologie: κρύφα.
English (Slater)
κρῠφαῑος
1 in secret εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον pr. (I. 1.67)
Greek Monolingual
κρυφαῑος, -αία, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῡτον κρυφαῑον», Πίνδ.)
2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῑον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α)
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. λαθρ-αίος, λιτ-αίος)].
Greek Monotonic
κρῠφαῖος: -α, -ον και -ος, -ον,
1. κρυφός, σε Πίνδ., Τραγ.
2. μυστικός, λαθραίος, κρυφός, σε Αισχύλ.· επίρρ. -ως, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κρῠφαῖος: и Luc. 2 скрытый, тайный (πλοῦτος Pind.; πένθη Aesch.; δόλος Eur.; λόχος Plut.).