μίνθος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μίνθος:''' ὁ, ανθρώπινο [[περίττωμα]].
|lsmtext='''μίνθος:''' ὁ, ανθρώπινο [[περίττωμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μίνθος:''' ἡ бот. мята Plut.
}}
}}

Revision as of 00:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνθος Medium diacritics: μίνθος Low diacritics: μίνθος Capitals: ΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: mínthos Transliteration B: minthos Transliteration C: minthos Beta Code: mi/nqos

English (LSJ)

ὁ,

   A human ordure, Mnesim.4.63.

German (Pape)

[Seite 188] ὁ, Menschenkoth, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μίνθος: ὁ, ἢ μίνθα, ἡ, «ἀνθρωπεία κόπρος» Ἡσύχ. ἐν λέξ. μίνθα, «ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος μίνθος» Σουΐδ. ἐν λέξ. μινθώσομεν.

French (Bailly abrégé)

1ου (ὁ) :
excrément.
Étymologie: DELG pê de μίνθη, par antiphrase.
2ου (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek Monolingual

(I)
μίνθος, ἡ (Α)
βλ. μίνθη.———————— (II)
μίνθος, ὁ, και μίνθα, ἡ (Α)
ανθρώπινη κόπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίνθος με επίθημα -θος (πρβλ. ὄνθος, σπέλεθος) ίσως σχηματίστηκε από τη λ. μίνθη «μέντα» κατ' ευφημισμόν (πρβλ. τη γλώσσα του Ησυχίου «μίνθα
τὸ ἡδύοσμον καί ἀνθρωπεία κόπρος»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για πελασγικό δάνειο, ενώ κατ' άλλους η λ. έχει ΙΕ ρίζα και συνδέεται ή με σμυρίζω και μύδος «σήψη,υγρασία» (ΙΕ ρίζα smu-) ή με μι(F)αίνω, μι(F)φαρός (ΙΕ ρίζα (s)mi-u-)].

Greek Monotonic

μίνθος: ὁ, ανθρώπινο περίττωμα.

Russian (Dvoretsky)

μίνθος: ἡ бот. мята Plut.