οἰκίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰκίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[οἶκος]], μικρό [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]], σε Δημ.
|lsmtext='''οἰκίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[οἶκος]], μικρό [[δωμάτιο]], [[θάλαμος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰκίσκος:''' ὁ<b class="num">1)</b> домик или комнатка Dem. etc.;<br /><b class="num">2)</b> клетка для животных Arph.
}}
}}

Revision as of 00:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκίσκος Medium diacritics: οἰκίσκος Low diacritics: οικίσκος Capitals: ΟΙΚΙΣΚΟΣ
Transliteration A: oikískos Transliteration B: oikiskos Transliteration C: oikiskos Beta Code: oi)ki/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of οἶκος,

   A small room or chamber, D.18.97, Plu.Arat.20, Hdn.7.99.    2 cage, ὀρνίθειος οἰ. Ar.Fr.405, cf. 441, Metag.5, Inscr.Délos 422.11(ii B. C.), Philostr.VS1.21.3.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, dim. von οἶκος, kleines Haus, Zimmerchen; κἂν ἐν οἰκίσκῳ τις αὑτὸν καθείρξας τηρῇ, Dem. 1 S, 97; Sp., wie Luc. Alex. 15; Plut.; nach Harpocr. bes. ein Verschlag od. Käfig für Thiere; att. für das gewöhnliche ὀρνιθοτροφεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ οἶκος, μικρὸν δωμάτιονθάλαμος, Δημ. 258. 21, Ἡρῳδιαν. 7. 9. 2) ὀρνιθοτροφεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 358, 385, Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 5.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
maisonnette ou chambrette.
Étymologie: οἶκος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰκίσκος) οίκος
(υποκορ. του οίκος) μικρό σε μέγεθος σπίτι, μικρό οίκημα, σπιτάκι
νεοελλ.
ανεξάρτητο κτίσμα, παράρτημα μεγάλης οικοδομής, παράσπιτοοικίσκος κηπουρού»)
αρχ.
1. μικρό δωμάτιο, θάλαμος
2. κλουβί στο οποίο εκτρέφονται ζώα
3. κελλί μοναχού
4. τάφος, μνήμα
5. τόπος στον οποίο αναπέμπονται ευχές προς τον θεό, ευκτήριος οίκος.

Greek Monotonic

οἰκίσκος: ὁ, υποκορ. του οἶκος, μικρό δωμάτιο, θάλαμος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκίσκος:1) домик или комнатка Dem. etc.;
2) клетка для животных Arph.