Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁμόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.
|lsmtext='''ὁμόστολος:''' -ον ([[στέλλω]]), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόστολος:''' [[στέλλω]] сопровождающий, сопутствующий (τινος Soph.).<br />[[στολή]] в одинаковом одеянии, т. е. одинаковый, сходный: μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁ. [[φύσις]] Aesch. наружность (у народов Нила и Инаха) различна.
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόστολος Medium diacritics: ὁμόστολος Low diacritics: ομόστολος Capitals: ΟΜΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: homóstolos Transliteration B: homostolos Transliteration C: omostolos Beta Code: o(mo/stolos

English (LSJ)

ον,

   A in company with, attendant, Βάκχον..Μαινάδων ὁμόστολον S.OT212(lyr.); ὁ. ὔμμιν ἕπεσθαι A.R.2.802.    II generally, similar, μορφῆς δ' οὐχ ὁ. φύσις A.Supp.496.

German (Pape)

[Seite 340] 1) zugleich, mitgeschickt, mitreifend, geleitend; Βάκχον Μαινάδων ὁμόστολον Soph. O. R. 212; sp. D., wie ὁμόστολον ὑμῖν ἕπεσθαι Ap. Rh. 2, 802; Nonn. – 2) (στολή) gleich gekleidet, u. übh. ähnlich, μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις Aesch. Suppl. 491.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόστολος: -ον, ὁ συμπορευόμενος μετά τινος, Βάκχον.. Μαινάδων ὁμόστολον Σοφ. Ο. Τ. 212· ὁμ. ὔμμιν ἕπεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 802. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος, μορφῆς δ’ οὐχ ὁμόστολον φύσις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 496.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
envoyé ensemble ou avec ; τινος, compagnon de qqn.
Étymologie: ὁμός, στέλλω.

Greek Monolingual

(I)
ὁμόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης
2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό-στολος].———————— (II)
ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)
1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].

Greek Monotonic

ὁμόστολος: -ον (στέλλω), αυτός που συμπορεύεται με άλλους, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόστολος: στέλλω сопровождающий, сопутствующий (τινος Soph.).
στολή в одинаковом одеянии, т. е. одинаковый, сходный: μορφῆς δ᾽ οὐχ ὁ. φύσις Aesch. наружность (у народов Нила и Инаха) различна.