ὀρφναῖος: Difference between revisions
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρφναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[σκοτεινός]], [[ομιχλώδης]], [[σκουρόχρωμος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[νυχτερινός]], αυτός που συμβαίνει τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀρφναῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[σκοτεινός]], [[ομιχλώδης]], [[σκουρόχρωμος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[νυχτερινός]], αυτός που συμβαίνει τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρφναῖος:''' <b class="num">1)</b> темный, непроглядный ([[νύξ]] Hom., Eur.);<br /><b class="num">2)</b> горящий в ночи, ночной ([[πῦρ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A dark, murky, in Hom. always epith. of night, Il. 10.83, al., E.Or.1225, etc.; ὀρφναίη (sc. νύξ) A.R.2.670 ; φανέντος ὀρφναίου πυρός in the darkness, A.Ag.21.
German (Pape)
[Seite 389] finster, schwarz, bei Hom. stets Beiwort der Nacht, νύκτα δι' ὀρφναίην, Il. 10, 83 u. öfter, wie Eur. Suppl. 994, die später schlechthin ἡ ὀρφναία genannt wird; ὀρφναίη πέλεται, Ap. Rh. 2, 690; – nächtlich, zur Nachtzeit, πῦρ, Aesch. Ag. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφναῖος: -α, -ον, σκοτεινός, ζοφερός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς νυκτός, Ἰλ. Κ. 83, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 1225, κτλ.· ἥτις καλεῖται καὶ ἁπλῶς ὀρφναίη (ἄνευ τοῦ νὺξ) παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β.670. ΙΙ. νυκτερινός, ὁ διὰ νυκτός, πῦρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 sombre, obscur;
2 nocturne.
Étymologie: ὄρφνη.
English (Autenrieth)
(ὄρφνη, ἔρεβος): dark, gloomy, murky, νύξ. (Il. and Od. 9.143.)
Greek Monolingual
ὀρφναῑος, -αία, -ον, θηλ. και -αίη (Α) όρφνη
1. σκοτεινός, ζοφερός («ὦ δῶμα ναίων νυκτὸς ὀρφναίας», Ευρ.)
2. νυχτερινός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρφναίη
η νύχτα.
Greek Monotonic
ὀρφναῖος: -α, -ον,
1. σκοτεινός, ομιχλώδης, σκουρόχρωμος, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.
II. νυχτερινός, αυτός που συμβαίνει τη νύχτα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρφναῖος: 1) темный, непроглядный (νύξ Hom., Eur.);
2) горящий в ночи, ночной (πῦρ Aesch.).