παραγυμνόω: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραγυμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ξαπλώνω]] [[γυμνός]] δίπλα από [[κάτι]]· μεταφ., [[απογυμνώνω]], [[αποκαλύπτω]], <i>τὸν πάντα λόγον</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''παραγυμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ξαπλώνω]] [[γυμνός]] δίπλα από [[κάτι]]· μεταφ., [[απογυμνώνω]], [[αποκαλύπτω]], <i>τὸν πάντα λόγον</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4.
}}
}}

Revision as of 13:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγυμνόω Medium diacritics: παραγυμνόω Low diacritics: παραγυμνόω Capitals: ΠΑΡΑΓΥΜΝΟΩ
Transliteration A: paragymnóō Transliteration B: paragymnoō Transliteration C: paragymnoo Beta Code: paragumno/w

English (LSJ)

   A lay bare at the side, expose, τι τῆς πλευρᾶς Arr. Tact.40.5, cf. D.C.49.6 (Pass.).    2 metaph., lay bare, disclose, τὸν πάντα λόγον Hdt.1.126, cf. 8.19, 9.44; τὸ βούλευμα Conon 50:—Pass., παρεγυμνώθη διότι . . Plb.1.80.9.

German (Pape)

[Seite 475] daneben oder an der Seite entblößen, Sp., wie D. Cass. 49, 6. – Gew. übertr., offenbar machen, erklären; λόγον, Her. 1, 126. 8, 19; ἔπος 9, 44; ἐπεὶ παρεγυμνώθη, διότι τὴν τιμωρίαν παραιτοῦνται, Pol. 1, 80, 9; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραγυμνόω: σχεδὸν γυμνώνω, ἐκθέτω, Δίων Κ. 49. 6. 2) μεταφορ., ἀπογυμνῶ, ἀποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. 8. 19., 9. 44· τὴν ἀλήθειαν Κλήμ. Ἀλ. 63· παρεγυμνώθη διότι …, Πολύβ. 1. 80, 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραγυμνῶσαι· φανεροποιῆσαι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dévoiler, révéler, acc..
Étymologie: παρά, γυμνόω.

Greek Monotonic

παραγυμνόω: μέλ. -ώσω, ξαπλώνω γυμνός δίπλα από κάτι· μεταφ., απογυμνώνω, αποκαλύπτω, τὸν πάντα λόγον, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραγυμνόω [παράγυμνος] ontbloten; overdr. openbaren:. παρεγύμνου τὸν πάντα λογον hij onthulde het hele verhaal Hdt. 1.126.4.