παρανηνέω: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρανηνέω:''' Επικ. αντί [[παρανέω]] ([[νέω]]), [[συσσωρεύω]] ή [[συναθροίζω]], [[στοιβάζω]], μόνο σε παρατ., <i>σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''παρανηνέω:''' Επικ. αντί [[παρανέω]] ([[νέω]]), [[συσσωρεύω]] ή [[συναθροίζω]], [[στοιβάζω]], μόνο σε παρατ., <i>σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-νηνέω, alleen imperf. 3 sing. παρενήνεεν en 3 plur. παρενήνεον, erbij ophopen.
}}
}}

Revision as of 12:22, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανηνέω Medium diacritics: παρανηνέω Low diacritics: παρανηνέω Capitals: ΠΑΡΑΝΗΝΕΩ
Transliteration A: paranēnéō Transliteration B: paranēneō Transliteration C: paranineo Beta Code: paranhne/w

English (LSJ)

Ep. for παρανέω, (νέω c, cf. νηέω, νηνέω)

   A heap or pile up beside, only impf., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν Od.1.147, cf. 16.51.

Greek (Liddell-Scott)

παρανηνέω: Ἐπικ. ἀντὶ παρανέω (νέω Δ) ἐπισωρεύω πλησίον, μόνον ἐν τῷ παρατ., σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν, «παρεσώρευον» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 147, Π. 51· ἴδε ἐν λέξ. νηνέω.

French (Bailly abrégé)

impf. παρενήνεον;
entasser auprès de.
Étymologie: p. *παρανέω, avec redoublement épq., de νέω⁴.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ' ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νηνέω «σωρεύω»].

Greek Monotonic

παρανηνέω: Επικ. αντί παρανέω (νέω), συσσωρεύω ή συναθροίζω, στοιβάζω, μόνο σε παρατ., σῖτονπαρενήνεον ἐν κανέοισιν, σε Ομήρ. Οδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-νηνέω, alleen imperf. 3 sing. παρενήνεεν en 3 plur. παρενήνεον, erbij ophopen.