Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ.
|lsmtext='''παρατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[τρέφω]] μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει [[κάποιος]], [[τρέφω]] με έξοδα άλλου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρατρέφω:''' кормить у себя, выкармливать, подкармливать (ἵππους Plut.): ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρέφεσθαι Plut. получить философское образование.
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατρέφω Medium diacritics: παρατρέφω Low diacritics: παρατρέφω Capitals: ΠΑΡΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: paratréphō Transliteration B: paratrephō Transliteration C: paratrefo Beta Code: paratre/fw

English (LSJ)

aor. 1

   A παρέθρεψα Hdn. (v. infr.) :—Pass., aor. 2 παρετράφην Men.866 :—feed beside or with one, τὸν βουλόμενον Timocl. 9.2; maintain in addition, Arist.Ath.62.2, PSI6.571.15 (iii B. C.); ἵππους, κύνας, Plu. 2.830c, cf. Ael.NA3.1 (Pass.) :—Pass., of slaves, etc., to be brought up with the children, Posidon.36 J., Harp. s.v. μόθωνας ; οὐχ αὑτῷ παρετράφην ἀλλά σοι Men. l. c.; of concubines, live with the wives, Plu.Art.27; of men and animals, feed at another's expense, D.19.200, Men.244, Plu.2.13c.    2 bring up alike, ἀμφοτέρους ἴσους ἐκ παίδων παραθρέψαι Hdn.3.15.5.    3 Pass., to be educated, ἐν φιλοσοφία Plu.2.37e, 138c.

German (Pape)

[Seite 504] (s. τρέφω), daneben od. dabei nähren, bes. von Hausthieren, Plut.; παρετρέφετο τῷ δεσπότῃ, Ath. VI, 211 f; mit einem verächtlichen Nebensinn, gleichsam unnützer Weise füttern, von Menschen, die die Kost nicht werth sind, Dem. 19, 200, ἐν χορηγίοις ἀλλοτρίοις ἐπὶ τῷ τριταγωνιστεῖν ἀγαπητῶς παρατρεφόμενος; Sp., wie Liban. ὥςπερ κηφῆνες ζῶντες, ἐκ τῶν ἀλλοτρίων πόνων παρατρεφόμενοι; vgl. Menand. bei Ath. VI, 248 a.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρέφω: τρέφω πλησίον μου, τὸν βουλόμενον Τιμοκλ. ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2· ἵππους, κύνας Πλούτ. 2. 830Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 3. 1. ― Παθητ., ἐπὶ δούλων, ἀνατρέφομαι μετὰ τῶν τέκνων, Ἀθήν. 211F, Ἀρποκρ.· ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ἀνατρέφομαι ἢ τρέφομαι παρά τινος, τινι Συνέσ. 244C· ἐπὶ παλλακῶν, τρέφομαι μετὰ τῶν νομίμων γυναικῶν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ μάτην τρεφομένων, Δημ. 403. 23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4, Πλούτ. 2. 13C, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 2) ἀνατρέφω ὁμοίως, Ἡρῳδιαν. 3. 15. 3) Παθ., ἐπιπολαίως ἀνατρέφομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἐν φιλοσοφίᾳ Πλούτ. 2. 37F, 138C.

French (Bailly abrégé)

1 nourrir auprès de soi, entretenir, acc.;
2 nourrir en passant ou par surcroît : ἐν φιλοσοφία παρατρέφεσθαι PLUT n’être nourri de philosophie qu’en passant, càd superficiellement.
Étymologie: παρά, τρέφω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ
μσν.-αρχ.
1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.)
β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε ύβρίζεσθαι δοκοῡντες, ὅτι μάτην παρατρέφονται», Πλούτ.)
γ) (για δούλους) ανατρέφομαι μαζί με τα παιδιά κάποιου
δ) (για παλλακίδες) τρέφομαι μαζί με τις νόμιμες γυναίκες
ε) ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια
2. ανατρέφω με όμοιο τρόπο
3. συντηρώ, διατηρώ επιπλέον («καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

παρατρέφω: μέλ. -θρέψω, τρέφω μαζί μου — Παθ., λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει κάποιος, τρέφω με έξοδα άλλου, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

παρατρέφω: кормить у себя, выкармливать, подкармливать (ἵππους Plut.): ἐν φιλοσοφίᾳ παρατρέφεσθαι Plut. получить философское образование.