παντομισής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παντομῑσής:''' -ές (μῑσος), [[μισητός]] σε όλους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''παντομῑσής:''' -ές (μῑσος), [[μισητός]] σε όλους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παντομισής -ές [πᾶς, μῖσος] door iedereen gehaat. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A all-hateful, A.Eu. 644.
German (Pape)
[Seite 464] ές, allverhaßt; κνώδαλα, Aesch. Eum. 614; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
παντομῑσής: -ές, ὅλως μισητός, μεμισημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 644. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
haï de tout le monde.
Étymologie: πᾶν, μισέω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
ο πολύ μισητός από όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -μισής (< μῖσος), πρβλ. πολυ-μισής].
Greek Monotonic
παντομῑσής: -ές (μῑσος), μισητός σε όλους, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντομισής -ές [πᾶς, μῖσος] door iedereen gehaat.