περιαλουργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιᾰλουργός:''' -όν, αυτός που έχει βυσσινί [[χρώμα]], κακοῖς [[περιαλουργός]], διπλοβαμμένος, [[βαμμένος]] άσχημα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''περιᾰλουργός:''' -όν, αυτός που έχει βυσσινί [[χρώμα]], κακοῖς [[περιαλουργός]], διπλοβαμμένος, [[βαμμένος]] άσχημα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιᾰλουργός:''' досл. окрашенный пурпуром, перен. пропитанный, преисполненный (κακοῖς Arph.).
}}
}}

Revision as of 06:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰλουργός Medium diacritics: περιαλουργός Low diacritics: περιαλουργός Capitals: ΠΕΡΙΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: perialourgós Transliteration B: perialourgos Transliteration C: perialourgos Beta Code: perialourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A with purple all round, π. τοῖς κακοῖς double-dyed in villainy, Ar.Ach.856.

German (Pape)

[Seite 568] rings mit Purpur gefärbt, Ar. Ach. 821, ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς, komisch.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 teint de pourpre tout autour;
2 p. ext. imprégné de ; fig. κακοῖς imbu de méchanceté.
Étymologie: περί, ἁλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἁλουργός «πορφυρός»].

Greek Monotonic

περιᾰλουργός: -όν, αυτός που έχει βυσσινί χρώμα, κακοῖς περιαλουργός, διπλοβαμμένος, βαμμένος άσχημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰλουργός: досл. окрашенный пурпуром, перен. пропитанный, преисполненный (κακοῖς Arph.).