περιπευκής: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπευκής:''' больно ранящий, причиняющий мучение ([[βέλος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (πεύκη)
A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.
German (Pape)
[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.
Greek (Liddell-Scott)
περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très amer, qui cause une grande douleur.
Étymologie: περί, πεύκη.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι υπερβολικά πικρός
2. ο εξαιρετικά οξύς, αιχμηρός, κοφτερός
3. μτφ. αυτός που είναι εξαιρετικά οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πευκής (< πεύκη), πρβλ. εχε-πευκής].
Greek Monotonic
περιπευκής: -ές (πεύκη), πολύ απότομος, οξύς ή αυτός που προξενεί πόνο, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
περιπευκής: больно ранящий, причиняющий мучение (βέλος Hom.).