Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιστείχω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιστείχω:''' μτχ. αορ. αʹ <i>περίστειξας</i>, [[βαδίζω]] [[ολόγυρα]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περιστείχω:''' μτχ. αορ. αʹ <i>περίστειξας</i>, [[βαδίζω]] [[ολόγυρα]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιστείχω:''' <b class="num">1)</b> обходить ([[κοῖλον]] [[λόχον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> окружать, обступать (τινά Anth.).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιστείχω Medium diacritics: περιστείχω Low diacritics: περιστείχω Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΙΧΩ
Transliteration A: peristeíchō Transliteration B: peristeichō Transliteration C: peristeicho Beta Code: peristei/xw

English (LSJ)

   A go round about, c. acc., τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον Od.4.277, cf. AP5.138 (Mel.): abs., περιστείχοντος ἀλείσου Call.Aet. 1.1.13, dub. in Alc.Com.35.

German (Pape)

[Seite 593] im Kreise herumgehen, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, um den Hinterhalt, Od. 4, 277.

Greek (Liddell-Scott)

περιστείχω: βαδίζω ὁλόγυρα, περιέρχομαι, τρὶς δὲ περίστειξας κοῖλον λόχον, «περιῆλθες, περιώδευσας» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 277, Πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 139· ἀπολ., περιστείχοντος ἀλείσου Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 477C.

French (Bailly abrégé)

aller autour de, acc..
Étymologie: περί, στείχω.

English (Autenrieth)

aor. περίστειξας: walk around, Od. 4.277†.

Greek Monolingual

Α
1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.)
2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ.
β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στείχω «βαδίζω, βαίνω»].

Greek Monotonic

περιστείχω: μτχ. αορ. αʹ περίστειξας, βαδίζω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

περιστείχω: 1) обходить (κοῖλον λόχον Hom.);
2) окружать, обступать (τινά Anth.).