πολεμόκραντος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολεμόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολεμόκραντος:''' -ον ([[κραίνω]]),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολεμόκραντος -ον [πόλεμος, κραίνω] de oorlog ten einde brengend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κραίνω)
A finishing war, τέλος A.Th.162 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 654] den Krieg entscheidend, vollendend, τέλος, Aesch. Spt. 146.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμόκραντος: ον ὁ τελειώνων, ἀποφασίζων τὸν πόλεμον, Ἀσχύλου Θήβ. 161· πρβλ. μοιρόκραντος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui termine la guerre.
Étymologie: πόλεμος, κραίνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τερματίζει τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -κραντος (< κραίνω «κρίνω, τερματίζω»), πρβλ. δημό-κραντος].
Greek Monotonic
πολεμόκραντος: -ον (κραίνω),· αυτός που αποφασίζει τον πόλεμο, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμόκραντος -ον [πόλεμος, κραίνω] de oorlog ten einde brengend.