προκατακαίω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκατακαίω:''' μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] τα πάντα από [[πριν]], σε Ξεν. | |lsmtext='''προκατακαίω:''' μέλ. -[[καύσω]], [[καίω]] τα πάντα από [[πριν]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-κατακαίω bij het voorttrekken het land platbranden. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A burn before, D.C.60.34; of soldiers, burn all before them, X.An.1.6.2.
German (Pape)
[Seite 728] (s. καίω), vorher verbrennen, D. Cass. 60, 34; vorausgehen und verbrennen, Xen. An. 1, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακαίω: κατακαίω πρότερον, Δίων Κ. 60. 34· ἐπὶ στρατιωτῶν, κατακαίω πᾶν ὅ,τι συναντήσω ἐνώπιόν μου, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
f. προκατακαύσω, ao. προκατέκηα;
brûler (tout) avant (l’arrivée de l’armée).
Étymologie: πρό, κατακαίω.
Greek Monolingual
Α
1. κατακαίω εκ τών προτέρων
2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»].
Greek Monotonic
προκατακαίω: μέλ. -καύσω, καίω τα πάντα από πριν, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κατακαίω bij het voorttrekken het land platbranden.