Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσανατρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσανατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[ανατρέχω]] [[πίσω]], στα [[παλιά]], [[αναπολώ]] [[παλιά]] γεγονότα, σε Πολύβ.
|lsmtext='''προσανατρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, [[ανατρέχω]] [[πίσω]], στα [[παλιά]], [[αναπολώ]] [[παλιά]] γεγονότα, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσανατρέχω:''' (fut. προσαναδραμοῦμαι, aor. 2 προσανέδραμον)<br /><b class="num">1)</b> подниматься бегом, взбегать (εἴς τι Diod.);<br /><b class="num">2)</b> быстро достигать: π. οὐσίαις Diod. быстро (раз)богатеть;<br /><b class="num">3)</b> (в повествовании) восходить, возвращаться: π. τοῖς χρόνοις Polyb. восходить к (более) ранним эпохам.
}}
}}

Revision as of 03:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανατρέχω Medium diacritics: προσανατρέχω Low diacritics: προσανατρέχω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: prosanatréchō Transliteration B: prosanatrechō Transliteration C: prosanatrecho Beta Code: prosanatre/xw

English (LSJ)

   A run up to, λόφον D.H.1.56; εἰς τοὺς ὑψηλοτέρους τόπους D.S.5.47; τοῦ λάρυγγος -τρέχοντος τῇ ἐπιγλωττίδι Gal.UP4.8; of iron approaching a magnet, Porph.Abst.4.20: metaph., π. ταῖς οὐσίαις, i.e. become suddenly rich, D.S.16.83.    II run back, retrace past events, βραχὺ περί τινος Plb.5.31.8; π. τοῖς χρόνοις περί τινων Id.1.12.8, etc.    III v. προανατρέχω.

German (Pape)

[Seite 750] (s. τρέχω), dazu hinauf od. in die Höhe laufen; D. Sic. 5, 47; λόφον, D. Hal. 1, 56; übtr., enporkommen, z. B. οὐσίαις, d. i. reich werden, D. Sic., auch zurückgehen, τοῖς χρόνοις, in die frühere Zeit, Pol. 1, 12, 8, vgl. 5, 31, 8.

Greek (Liddell-Scott)

προσανατρέχω: μέλλ. -δρᾰμοῦμαι, ἀνατρέχω, τρέχω πρός..., λόφον Διον. Ἁλ. 1. 56· εἰς τόπον Διόδ. 5. 47· μεταφορ., ταχὺ προσανέδραμον ταῖς οὐσίαις, ταχέως ἐγένοντο πλούσιοι, ὁ αὐτ. 16. 83. ΙΙ. ἀνατρέχω εἰς τὰ παρελθόντα, Πολύβ. 5. 31, 8· οὕτω, πρ. τοῖς χρόνοις, ὁ αὐτ. 1. 12, 8, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 gravir en courant ; fig. s’élever à, τινι;
2 remonter en arrière.
Étymologie: πρός, ἀνατρέχω.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω επί πλέον προς τα πάνω
2. κάνω μια ακόμη αναδρομή στο παρελθόν
2. μτφ. ακμάζω, πλουτίζω («ταχὺ προσανέδραμον ταῑς οὐσίαις», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνατρέχω «τρέχω προς τα πίσω, θυμάμαι τα περασμένα, βλαστάνω»].

Greek Monotonic

προσανατρέχω: μέλ. -δρᾰμοῦμαι, ανατρέχω πίσω, στα παλιά, αναπολώ παλιά γεγονότα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσανατρέχω: (fut. προσαναδραμοῦμαι, aor. 2 προσανέδραμον)
1) подниматься бегом, взбегать (εἴς τι Diod.);
2) быстро достигать: π. οὐσίαις Diod. быстро (раз)богатеть;
3) (в повествовании) восходить, возвращаться: π. τοῖς χρόνοις Polyb. восходить к (более) ранним эпохам.