προσεπικτάομαι: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσεπικτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] [[επιπλέον]], σε Αριστ.· [[προσεπικτάομαι]] Λυδοῖσί (<i>[[τινάς]]</i>), τους [[προσαρτώ]] στο Λυδικό [[βασίλειο]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''προσεπικτάομαι:''' μέλ. <i>-κτήσομαι</i>, αποθ., [[αποκτώ]] [[επιπλέον]], σε Αριστ.· [[προσεπικτάομαι]] Λυδοῖσί (<i>[[τινάς]]</i>), τους [[προσαρτώ]] στο Λυδικό [[βασίλειο]], σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπικτάομαι Medium diacritics: προσεπικτάομαι Low diacritics: προσεπικτάομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: prosepiktáomai Transliteration B: prosepiktaomai Transliteration C: prosepiktaomai Beta Code: prosepikta/omai

English (LSJ)

   A gain, acquire besides, τιμήν Arist.Rh.1367b14, cf. PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), J.AJ15.6.7; π. Λυδοῖσί [τινας] add them to the Lydian realm, Hdt.1.29.

German (Pape)

[Seite 761] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben, Her. 1, 29; Arist. rhet. 1, 9.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπικτάομαι: ἀποθ., ἐπικτῶμαι προσέτι, τιμὴν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 9, 31· πρ. Λυδοῖσί [τινας], προσθέτω [τινὰς] εἰς τὸ Λυδικὸν βασίλειον, Ἡρόδ. 1. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
acquérir en outre, acc. : τισί τινας des peuples ou des pays qui s’ajoutent à d’autres.
Étymologie: πρός, ἐπικτάομαι.

Greek Monotonic

προσεπικτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ επιπλέον, σε Αριστ.· προσεπικτάομαι Λυδοῖσί (τινάς), τους προσαρτώ στο Λυδικό βασίλειο, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-επικτάομαι er nog bij verwerven.