Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προσκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκῡφα</i>· [[σκύβω]] προς ή [[επάνω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[προσκύπτω]] τινὶτὸ [[οὖς]], [[σκύβω]] προς το [[μέρος]] κάποιου και [[ψιθυρίζω]] στο [[αυτί]] του, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκῡφα</i>· [[σκύβω]] προς ή [[επάνω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[προσκύπτω]] τινὶτὸ [[οὖς]], [[σκύβω]] προς το [[μέρος]] κάποιου και [[ψιθυρίζω]] στο [[αυτί]] του, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκύπτω:''' нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ [[οὖς]] Plat.): ἔλεγεν [[ἄττα]] προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).
}}
}}

Revision as of 03:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκύπτω Medium diacritics: προσκύπτω Low diacritics: προσκύπτω Capitals: ΠΡΟΣΚΥΠΤΩ
Transliteration A: proskýptō Transliteration B: proskyptō Transliteration C: proskypto Beta Code: prosku/ptw

English (LSJ)

   A stoop to or over one, ὅταν . . προσκύψασα φιλήσῃ Ar.V. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Pl.R.449b; π. τινὶ πρὸς τὸ οὖς lean towards one and whisper in his ear, Id.Euthd.275e; πρὸς τὸ οὖς cj. in Thphr.Char.2.10; π. πρός τινα Ath.5.181f; προσεκεκύφει τῇ γῇ Longin.Rh.p.180 H.

German (Pape)

[Seite 771] sich wohin bücken, neigen; προσκύψασα φιλήσῃ, Ar. Vesp. 608; ἔλεγεν ἄττα προσκεκυφώς, Plat. Rep. V, 449 b; πρὸς τὸ οὖς, um ins Ohr zu flüstern, Euthyd. 275 e; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 849.

Greek (Liddell-Scott)

προσκύπτω: κύπτω πρός τινα, ὅταν… προσκύψασα φιλήσῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφὼς Πλάτ. Πολ. 449Β· πρ. τινὶ πρὸς τὸ οὖς, κύπτω πρός τινα καὶ ψιθυρίζω πρὸς τὸ οὖς αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 275Ε· οὕτω, πρ. πρός τινα Ἀθήν. 181F.

French (Bailly abrégé)

se pencher vers, avec πρός et l’acc..
Étymologie: πρός, κύπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ κύπτω
μσν.
σκύβω προς τα έξω, γέρνω από το παράθυρο ή από τον εξώστη
αρχ.
κλίνω, γέρνω προς κάποιον, σκύβω.

Greek Monotonic

προσκύπτω: μέλ. -ψω, παρακ. -κέκῡφα· σκύβω προς ή επάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.· προσκύπτω τινὶτὸ οὖς, σκύβω προς το μέρος κάποιου και ψιθυρίζω στο αυτί του, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσκύπτω: нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ οὖς Plat.): ἔλεγεν ἄττα προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).