πρώϊος: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρώϊος:''' Αττ. [[πρῷος]], -α, -ον (πρωΐ, [[πρῴ]])· [[νωρίς]],<br /><b class="num">I.</b> [[νωρίς]] μέσα στην [[ημέρα]], [[νωρίς]] την [[αυγή]], το [[πρωί]], [[πρωινός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>περὶ δείλην πρωΐην</i> (πρβλ. [[δείλη]]), σε Ηρόδ.· το [[πρωία]] χρησιμ. μόνο του, ως ουσ., <i>ἦν δὲ πρωΐα</i>, <i>πρωΐας γενομένης</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[νωρίς]] ως προς το [[έτος]], εγκαίρως· [[πρώϊος]] (<i>ὁ στρατὸς</i>) <i>συνελέγετο</i>, σε Ηρόδ.· πρῷα [[τῶν]] καρπίμων, οι πρώιμοι καρποί, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πρώϊος:''' Αττ. [[πρῷος]], -α, -ον (πρωΐ, [[πρῴ]])· [[νωρίς]],<br /><b class="num">I.</b> [[νωρίς]] μέσα στην [[ημέρα]], [[νωρίς]] την [[αυγή]], το [[πρωί]], [[πρωινός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, <i>περὶ δείλην πρωΐην</i> (πρβλ. [[δείλη]]), σε Ηρόδ.· το [[πρωία]] χρησιμ. μόνο του, ως ουσ., <i>ἦν δὲ πρωΐα</i>, <i>πρωΐας γενομένης</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[νωρίς]] ως προς το [[έτος]], εγκαίρως· [[πρώϊος]] (<i>ὁ στρατὸς</i>) <i>συνελέγετο</i>, σε Ηρόδ.· πρῷα [[τῶν]] καρπίμων, οι πρώιμοι καρποί, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρώϊος:''' (ῐ), стяж. [[πρῷος]] 3 ранний (σίκυοι Arph., Arst.): πρῷα τῶν καρπίμων Arph. ранние всходы или плоды; περὶ δείλην πρωΐην Her. ранним вечером, т. е. после полудня; π. συνελέγετο ἐς Σάμον Her. (флот Ксеркса) тотчас же выступил к Самосу. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Att. πρῷος, α, ον: (πρωΐ, πρῴ):—
A early, I early in the day, at early morn, Il.15.470 (neut. πρώϊον as Adv. = πρωΐ) ; π. ἐμπολέα AP6.304 (Phan.); π. ῥόδον Call.Lav.Pall.27; also περὶ δείλην πρωΐην Hdt.8.6; δείλης πρωΐας Philem.210. 2 Subst. πρωΐα, ἡ, early morning, ἅμα τῇ π. Aristeas 304; ἦν δὲ πρωΐα Ev.Jo.18.28; πρωΐας γενομένης Ev.Matt.27.1: gen. πρωΐας as Adv. = πρῴ, ib.21.18: with Preps., καθ' ἑκάστην πρωΐαν J.AJ7.8.1; ἀπὸ πρωΐας ἄχρις ἡλίου δύσεως IG4.597.16 (Argos), cf. PLond.3.1177.66 (ii A.D.). II early in the year, πρώϊος [ὁ στρατὸς] συνελέγετο Hdt.8.130; τῶν καρπίμων ἅττα μή 'στι π. Ar.V.264; σικύων πρῴων Id.Pax 1001, cf. 1164 (lyr.), Thphr.CP4.11.1; π. χειμών an early winter, Id.Sign.40; τὸν πρώϊον (or πρῷον) σῖτον PCair.Zen.155.2 (iii B.C.); διὰ τὸ τὰ μὲν πρώϊα, τὰ δ' ὄψια προΐεσθαι (sc. ᾠά) Arist.HA543a9; π. τόπος an early place, i.e. producing early fruits, Thphr.HP8.2.9: Comp. πρωΐτερος Id.CP 5.6.5 codd. πρωϊ-ότης, ητος, ἡ, earliness, of fruits, ib.4.11.9.
German (Pape)
[Seite 803] früh, früh am Tage, früh Morgens, Il. 15, 470, wo πρώϊον adverbial = πρωΐ steht; δείλη πρωΐη, Her. 8, 6, die Morgendämmerung, wo es einige Erklärer von der frühen Abenddämmerung verstehen. – Uebh. frühzeitig, früh im Jahre, Her. 8, 130. – Vgl. πρῷος u. πρωΐα. – Die compar. u. superl. πρωϊαίτερος u. πρωϊαίτατος s. unter πρωΐ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 du matin, de bon matin, matinal ; adv. • πρώϊον IL le matin, de bonne heure;
2 de bonne heure en gén. ; en parl. de fruits précoce.
Étymologie: πρωΐ.
Greek Monolingual
-ΐα, -ον, και αττ. τ. πρῷος, -α, -ον, Α πρωΐ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός
2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς] πρώϊος συνελέγετο ἐς Σάμον», Ηρόδ.
β. «τὸν πρῷον σῑτον», πάπ.)
3. (για τόπο) αυτός που παράγει πρώιμους καρπούς («τόπον τινὰ πρώϊον καὶ εὔφορον», Θεόφρ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωΐα
βλ. πρωία
5. (το ουδ. ως επίρρ.) πρώϊον
κατά το πρωί
6. φρ. «δείλη πρωΐα» — το χρονικό διάστημα από 1 μ.μ. έως 3 μ.μ. περίπου.
Greek Monotonic
πρώϊος: Αττ. πρῷος, -α, -ον (πρωΐ, πρῴ)· νωρίς,
I. νωρίς μέσα στην ημέρα, νωρίς την αυγή, το πρωί, πρωινός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, περὶ δείλην πρωΐην (πρβλ. δείλη), σε Ηρόδ.· το πρωία χρησιμ. μόνο του, ως ουσ., ἦν δὲ πρωΐα, πρωΐας γενομένης, σε Καινή Διαθήκη
II. νωρίς ως προς το έτος, εγκαίρως· πρώϊος (ὁ στρατὸς) συνελέγετο, σε Ηρόδ.· πρῷα τῶν καρπίμων, οι πρώιμοι καρποί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πρώϊος: (ῐ), стяж. πρῷος 3 ранний (σίκυοι Arph., Arst.): πρῷα τῶν καρπίμων Arph. ранние всходы или плоды; περὶ δείλην πρωΐην Her. ранним вечером, т. е. после полудня; π. συνελέγετο ἐς Σάμον Her. (флот Ксеркса) тотчас же выступил к Самосу.