ῥητορεύω: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥητορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ῥήτωρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] δημοσίως, [[χρησιμοποιώ]] ή [[εξασκώ]] τη [[ρητορική]] [[τέχνη]], σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για το λόγο, λέγομαι, απαγγέλλομαι, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διδάσκω]] τη [[ρητορική]] [[τέχνη]], σε Στράβ. | |lsmtext='''ῥητορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ῥήτωρ]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] δημοσίως, [[χρησιμοποιώ]] ή [[εξασκώ]] τη [[ρητορική]] [[τέχνη]], σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για το λόγο, λέγομαι, απαγγέλλομαι, σε Ισοκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διδάσκω]] τη [[ρητορική]] [[τέχνη]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥητορεύω:''' <b class="num">1)</b> быть оратором, произносить речи перед народом Isocr., Plat., Plut.: ῥ. τι Luc. произносить речь о чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> обучать ораторскому искусству Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be a public speaker, practise oratory, Isoc.Ep.8.7, Pl. Grg.502d, Arist.Rh.Al.1444a33; οἱ μετὰ γαστέρα -εύοντες afterdinner speakers, Ph.1.156; ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Chrysipp.Stoic.3.175; opp. πολιτεύεσθαι, Nausiph.2:—Pass., of the speech, to be spoken, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Isoc.5.25:—later in Act. c. acc., τὴν ἐπεσταλμένην πρεσβείαν ἐρρητόρευε was setting forth, Luc.Laps.2. II teach oratory, Str.14.1.48.
German (Pape)
[Seite 841] 1) ein Redner od. Volksredner sein, als Redner auftreten, reden, Plat. Gorg. 502 d u. Folgde; im pass., Isocr. 5, 25. – 2) Lehrer der Beredtsamkeit sein u. als solcher sich mit einer Prunkrede zeigen, Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητορεύω: εἶμαι ῥήτωρ, δημηγορῶ, ὁμιλῶ δημοσίᾳ, ποιοῦμαι χρῆσιν τῆς ῥητορικῆς, Ἰσοκρ. 425D, Πλάτ. Γοργ. 502D· ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034Β. - Παθ., ἐπὶ τοῦ λόγου, λέγομαι, ἀπαγγέλλομαι, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C· καὶ οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ. μετ’ αἰτ., ῥ. τὴν πρεσβείαν, ῥητορεύω ὡς ἀπεσταλμένος πρεσβευτής, Λουκ. Ὑπέρ τοῦ ἐν Προσαγ. πταίσματ. 2· ΙΙ. διδάσκω τὴν ῥητορικήν, Στράβ. 650. Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.
French (Bailly abrégé)
être orateur ou rhéteur, prononcer un discours fait avec art : τι, prononcer un discours sur qqe sujet ; abs. parler en public.
Étymologie: ῥήτωρ.
Greek Monolingual
ῥητορεύω ΝΑ ῥήτωρ, -ορος]
είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο
νεοελλ.
είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα του λέγειν
αρχ.
1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.)
2. παθ. ῥητορεύομαι
(για λόγο) εκφωνούμαι δημόσια («τῶν λόγων... τοὺς μὲν... ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ... γεγράφθαι», Ισοκρ.).
Greek Monotonic
ῥητορεύω: μέλ. -σω (ῥήτωρ)·
I. μιλώ δημοσίως, χρησιμοποιώ ή εξασκώ τη ρητορική τέχνη, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για το λόγο, λέγομαι, απαγγέλλομαι, σε Ισοκρ.
II. διδάσκω τη ρητορική τέχνη, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ῥητορεύω: 1) быть оратором, произносить речи перед народом Isocr., Plat., Plut.: ῥ. τι Luc. произносить речь о чем-л.;
2) обучать ораторскому искусству Plut.