σακκίον: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σακκίον:''' Αττ. σᾰκίον, <i>τό</i>,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[σάκκος]] ή [[σάκος]], [[μικρός]] [[σάκος]], [[σακούλι]], [[ταγάρι]], πουγκί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χοντρό [[ένδυμα]] από [[τρίχες]] κατσίκας, που το φορούσαν σε [[ένδειξη]] πένθους, το ίδιο το [[πένθος]], σε Μένανδρ.
|lsmtext='''σακκίον:''' Αττ. σᾰκίον, <i>τό</i>,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[σάκκος]] ή [[σάκος]], [[μικρός]] [[σάκος]], [[σακούλι]], [[ταγάρι]], πουγκί, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> χοντρό [[ένδυμα]] από [[τρίχες]] κατσίκας, που το φορούσαν σε [[ένδειξη]] πένθους, το ίδιο το [[πένθος]], σε Μένανδρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.
}}
}}

Revision as of 12:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκίον Medium diacritics: σακκίον Low diacritics: σακκίον Capitals: ΣΑΚΚΙΟΝ
Transliteration A: sakkíon Transliteration B: sakkion Transliteration C: sakkion Beta Code: sakki/on

English (LSJ)

Att. σᾰκίον, τό, Dim. of σάκκος or σάκος,

   A small bag, σ. θερμά poultices, Hp.Loc.Hom.39, cf. X.An.4.5.36, Ostr.Bodl. i 321 (ii B.C., -κκ-), Dsc.5.109; σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται a bag, such as those in which... Ar.Fr.328.    2 later, sackcloth, mourning, Men.544.4, J.AJ2.3.4, Plu.2.168d.

German (Pape)

[Seite 858] att. σάκιον, τό (s. oben), dim. von σάκκος, kleiner Sack, Beutel; Xen. An. 4, 5, 36, D. Sic. 13, 106, kleiner Durchschlag, kleines Seihetuch. – Die Betonung σάκκιον ist falsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίον: Ἀττ. σᾰκίον, τό, ὑποκορ. τοῦ σάκκοςσάκος, μικρὸς σάκκος, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 36· σακίον, ἐν οἷσπερ τἀργύριον ταμιεύεται, σακκίδιον ὡς ἐκεῖνα ἐν οἷς ..., Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 305. 2) παρὰ μεταγεν., ἔνδυμα τρίχινον, Μένανδρ. ἐν «Δεισιδαίμοσι» 4· πένθος, Βυζ.

Greek Monolingual

και αττ. τ. σακίον, τὸ Α
βλ. σακί.

Greek Monotonic

σακκίον: Αττ. σᾰκίον, τό,
1. υποκορ. του σάκκος ή σάκος, μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι, πουγκί, σε Ξεν.
2. χοντρό ένδυμα από τρίχες κατσίκας, που το φορούσαν σε ένδειξη πένθους, το ίδιο το πένθος, σε Μένανδρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σακ(κ)ίον -ου, τό zakje; geneesk.. σακκία θερμά warme kompressen Hp.