συγκατακτείνω: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''συγκατακτείνω:''' αόρ. βʹ <i>-κατέκτᾰνον</i>, ανώμ. μτχ. -[[κατακτάς]]· [[σκοτώνω]], [[σφαγιάζω]] μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκατακτείνω:''' (part. aor. 2 ξυγκατακτάς; aor. 2 ξυγκατέκτανον) убивать вместе или в то же время (βοτὰ καὶ βοτῆρας Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:56, 1 January 2019
English (LSJ)
A slay together, aor. 2 part., συγκατακτὰς . . βοτὰ καὶ βοτῆρας S.Aj.230 (lyr.); but -έκτᾰνον E.Or. 1089.
German (Pape)
[Seite 965] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακτείνω: κτείνω, φονεύω ὁμοῦ, μετοχ. ἀορ. β΄, ξυγκατακτάς... βοτὰ καὶ βοτῆρας Σοφ. Αἴ. 230· ἀλλὰ -έκτανον Εὐρ. Ὀρ. 1089.
French (Bailly abrégé)
tuer avec, massacrer.
Étymologie: σύν, κατακτείνω.
Greek Monolingual
Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].
Greek Monolingual
Α
φονεύω κάποιον μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακτείνω «φονεύω»].
Greek Monotonic
συγκατακτείνω: αόρ. βʹ -κατέκτᾰνον, ανώμ. μτχ. -κατακτάς· σκοτώνω, σφαγιάζω μαζί, ομαδικά, σε Σοφ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συγκατακτείνω: (part. aor. 2 ξυγκατακτάς; aor. 2 ξυγκατέκτανον) убивать вместе или в то же время (βοτὰ καὶ βοτῆρας Soph.).