στροβιλώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στροβῑλώδης:''' -ες, συνηρ. αντί [[στροβιλοειδής]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''στροβῑλώδης:''' -ες, συνηρ. αντί [[στροβιλοειδής]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=στροβιλώδης -ες [στρόβιλος] kegelvormig.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλώδης Medium diacritics: στροβιλώδης Low diacritics: στροβιλώδης Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΩΔΗΣ
Transliteration A: strobilṓdēs Transliteration B: strobilōdēs Transliteration C: strovilodis Beta Code: strobilw/dhs

English (LSJ)

ες,=

   A στροβιλοειδής, ὄρος Id.Sull. 17; τόποι Ath.Mech.37.4.

German (Pape)

[Seite 955] ες, = στροβιλοειδής, kegelförmig, Plut. Sull. 17.

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ στροβιλοειδής, Πλουτ. Σύλλ. 17.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
en forme de toupie ou de pomme de pin.
Étymologie: στρόβιλος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / στροβιλώδης, -ῶδες, ΝΑ στρόβιλος
νεοελλ.
φυσ. αυτός που αναφέρεται στη γένεση στροβίλων μέσα στη μάζα ενός ρευστού, αλλ. τυρβώδηςστροβιλώδης ροή»)
αρχ.
στροβιλοείδής, κωνικόςὅρος στροβιλῶδες», Πλάτ.).

Greek Monotonic

στροβῑλώδης: -ες, συνηρ. αντί στροβιλοειδής, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροβιλώδης -ες [στρόβιλος] kegelvormig.