συνέλκω: Difference between revisions
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] μαζί, [[εξάγω]], [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[τραβώ]] έξω μαζί, [[βοηθώ]] κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν. | |lsmtext='''συνέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]], [[τραβώ]] μαζί, [[εξάγω]], [[συστέλλω]], [[μαζεύω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[τραβώ]] έξω μαζί, [[βοηθώ]] κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-έλκω, Att. en Ion. ξυνέλκω, ξυνελκύω samentrekken, intrekken:. σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα van alle kanten de huid samentrekken Plat. Smp. 190e. samen weghalen, helpen weghalen, met acc..; τήνδε... ξυνέλκυσον help ons haar (Vrede) weg te halen Aristoph. Pax 417; samen (met...) trekken, helpen slepen, met acc. en μετά + gen., overdr.. συνέλξομεν μετ ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς (als zij gelijk blijken te hebben) dan zullen wij met hen samen onszelf naar hun kant slepen Plat. Tht. 181a. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. -είλκῠσα,
A draw together, σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην Pl.Smp.190e; σ. τὰς ὀφρῦς, of frowning, Antiph.307; draw in, retract, τὴν θρυαλλίδ' εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας Ar.Nu.585 (troch.); τὸν αὐχένα J.BJ6.1.8:—Pass., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Str.3.5.7; of cramp, Sor.2.28, Antyll. ap. Orib.8.6.32; ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται Sor.1.70b. b metaph., συνειλκυσμένος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου <τῇ> πρὸς σὲ . . αἱρέσει drawn into association with the man by his friendship with you, UPZ146.4, cf. 31 (ii B.C.); dub. sens. in POxy.1188.9 (i A.D.). II pull along with, help to pull, Ar.Pax 417; σ. μετ' αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς help them in dragging us over (in the game διελκυστίνδα), Pl.Tht.181a; τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος X.Ages.2.15.
German (Pape)
[Seite 1014] mit, zugleich, zusammen ziehen; πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα, Plat. Conv. 190 e; fut., Theaet. 181 a.
Greek (Liddell-Scott)
συνέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (ἴδε ἕλκω). Ἕλκω ὁμοῦ, σ. τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε· συν. μετ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτοὺς (ἐν τῇ παιδιᾷ διελκυστίνδα), ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 181Α· σ. τὰς ὀφρῦς, ἐπὶ συνοφρυώσεως, Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 90. ― Παθητ., [τὰ ὕδατα] σ. πρὸς τὸ βάθος Στράβ. 173. 2) συστέλλω, θρυελλίδ’ εἰς ἑαυτὸν ξυνελκύσας, συστείλας, Ἀριστοφ. Νεφ. 585. ΙΙ. σύρω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 417· τοὺς νεκροὺς εἴσω τῆς φάλαγγος Ξεν. Ἀγησ. 2, 15.
French (Bailly abrégé)
tirer ensemble :
1 tirer dans un même endroit;
2 contracter, resserrer;
3 rassembler, réunir, joindre;
4 aider à tirer.
Étymologie: σύν, ἕλκω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
έλκω προς μία κατεύθυνση πολλά πράγματα συγχρόνως
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («ὅτε εἰς αὑτὴν ἡ μήτρα συνέλκεται», Σωρ.)
2. μτφ. τραβώ προς το μέρος μου, παρασύρω
3. βοηθώ στο να οδηγηθεί κάποιος κάπου («συνέλκειν τοὺς νεκροὺς εἴσω φάλαγγος», Ξεν.)
4. φρ. «συνέλκω τὰς ὀφρῡς» — συνοφρυώνομαι (Αντιφαν.).
Greek Monotonic
συνέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα·
I. σύρω, τραβώ μαζί, εξάγω, συστέλλω, μαζεύω, σε Αριστοφ.
II. τραβώ έξω μαζί, βοηθώ κάποιον να σύρει έξω, στον ίδ., σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-έλκω, Att. en Ion. ξυνέλκω, ξυνελκύω samentrekken, intrekken:. σ. πανταχόθεν τὸ δέρμα van alle kanten de huid samentrekken Plat. Smp. 190e. samen weghalen, helpen weghalen, met acc..; τήνδε... ξυνέλκυσον help ons haar (Vrede) weg te halen Aristoph. Pax 417; samen (met...) trekken, helpen slepen, met acc. en μετά + gen., overdr.. συνέλξομεν μετ ’ αὐτῶν ἡμᾶς αὐτούς (als zij gelijk blijken te hebben) dan zullen wij met hen samen onszelf naar hun kant slepen Plat. Tht. 181a.