συνδράω: Difference between revisions
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδράω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[πράττω]] από κοινού, [[μετέχω]] στην [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], [[συνεργώ]], σε Σοφ., Θουκ.· [[συνδράω]] τί τινι, σε Ευρ.· [[ξυνδράω]] [[αἷμα]] καὶ φόνον, [[συμμετέχω]] στην [[αιματοχυσία]] και τον φόνο, στον ίδ.· τὸ συνδρῶν [[χρέος]], [[κοινή]] [[ανάγκη]], κοινό [[χρέος]], στον ίδ. | |lsmtext='''συνδράω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[πράττω]] από κοινού, [[μετέχω]] στην [[επίτευξη]] κάποιου πράγματος, [[συμπράττω]], [[συνεργώ]], σε Σοφ., Θουκ.· [[συνδράω]] τί τινι, σε Ευρ.· [[ξυνδράω]] [[αἷμα]] καὶ φόνον, [[συμμετέχω]] στην [[αιματοχυσία]] και τον φόνο, στον ίδ.· τὸ συνδρῶν [[χρέος]], [[κοινή]] [[ανάγκη]], κοινό [[χρέος]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδράω:''' делать вместе, содействовать, помогать (Thuc.; σ. τινί τι Eur.): οἱ δρῶντες καὶ συνδρῶντες Soph. виновники и (их) союзники; ὁ συνδρῶν [[αἷμα]] καὶ φόνον Eur. участник кровопролития. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A do along with or together, help in doing, τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσιν S.El.498 (lyr.), cf. 1025, Th.6.64; σ. τινί τι E.Andr.40; σ. αἷμα καὶ φόνον help in bloodshed and murder, Id.Or.406; τὸ συνδρῶν . . χρέος the joint necessity, Id.Andr.337.
German (Pape)
[Seite 1009] mit od. zugleich thun; τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσι, Soph. El. 488, vgl. 1014; θυγατρὶ συνδρᾷ τάδε, Eur. Andr. 40, u. öfter; Ar. Eccl. 16; Thuc. 6, 64; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδράω: μέλλ. -άσω [ᾱ], συμπράττω, συνεργῶ, συμβοηθῶ, τοῖς δρῶσι καὶ ξυνδρῶσι Σοφ. Ἠλ. 498, πρβλ. 1025, Θουκ. 6. 64˙ σ. τινί τι Εὐρ. Ἀνδρ. 40˙ ξ. αἷμα καὶ φόνον, βοηθεῖ εἰς χύσιν αἵματος καὶ εἰς φόνον, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 406˙ τὸ συνδρῶν γὰρ σ’ ἀναγκάσει χρέος, ἡ κοινή, ἡνωμένη ἀνάγκη, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 337.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire avec, aider à faire.
Étymologie: σύν, δράω.
Greek Monotonic
συνδράω: μέλ. -άσω [ᾱ], πράττω από κοινού, μετέχω στην επίτευξη κάποιου πράγματος, συμπράττω, συνεργώ, σε Σοφ., Θουκ.· συνδράω τί τινι, σε Ευρ.· ξυνδράω αἷμα καὶ φόνον, συμμετέχω στην αιματοχυσία και τον φόνο, στον ίδ.· τὸ συνδρῶν χρέος, κοινή ανάγκη, κοινό χρέος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
συνδράω: делать вместе, содействовать, помогать (Thuc.; σ. τινί τι Eur.): οἱ δρῶντες καὶ συνδρῶντες Soph. виновники и (их) союзники; ὁ συνδρῶν αἷμα καὶ φόνον Eur. участник кровопролития.