συνεπικραδαίνω: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπικρᾰδαίνω:''' [[σείω]], [[κινώ]] προς τα [[εμπρός]] και προς τα [[πίσω]] μαζί με κάποιον, [[επισείω]] μαζί, σε Ξεν. | |lsmtext='''συνεπικρᾰδαίνω:''' [[σείω]], [[κινώ]] προς τα [[εμπρός]] και προς τα [[πίσω]] μαζί με κάποιον, [[επισείω]] μαζί, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπικρᾰδαίνω:''' одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A move backwards and forwards together with, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα, of dogs near game, X.Cyn.6.16.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρᾰδαίνω: κινῶ, ἐπισείω πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ μετά τινος, σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα συνεπικραδαίνουσι, ἐπὶ κυνῶν, ὅταν ὦσι περὶ τὸ θήραμα, Ξεν. Κυν. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
secouer en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπί, κραδαίνω.
Greek Monolingual
A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].
Greek Monolingual
A
κραδαίνω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπικραδαίνω «επισείω»].
Greek Monotonic
συνεπικρᾰδαίνω: σείω, κινώ προς τα εμπρός και προς τα πίσω μαζί με κάποιον, επισείω μαζί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνεπικρᾰδαίνω: одновременно трясти, шевелить (σὺν ταῖς οὐραῖς τὰ σώματα ὅλα Xen.).