τευχηστήρ: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τευχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τεῦχος]]), [[οπλίτης]], [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Αισχύλ.· επίσης [[τευχηστής]], <i>-οῦ</i>, <i>ὁ</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''τευχηστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[τεῦχος]]), [[οπλίτης]], [[πολεμιστής]], [[μαχητής]], σε Αισχύλ.· επίσης [[τευχηστής]], <i>-οῦ</i>, <i>ὁ</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τευχηστήρ:''' ῆρος adj. m вооруженный ([[ἄνδρες]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (τεῦχος)
A armed man, warrior, ἄνδρες τ. A.Pers.902 (lyr.); also τευχ-ηστής, οῦ, ὁ, ἀνήρ Id.Th.644, cf. Call.Jov.77, A.R.3.415, Tryph.534.
German (Pape)
[Seite 1101] ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἄνδρες, Aesch. Pers. 869; Callim. Iov. 77.
Greek (Liddell-Scott)
τευχηστήρ: ῆρος, ὁ, (τεῦχος), ὁπλίτης, πολεμιστής, μαχητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 901· καὶ τευχηστής, οῦ, ὁ, ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 644· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 449.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. τευχηστής.
Étymologie: τεῦχος.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
οπλίτης, πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τευχηστής με επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)].
Greek Monotonic
τευχηστήρ: -ῆρος, ὁ (τεῦχος), οπλίτης, πολεμιστής, μαχητής, σε Αισχύλ.· επίσης τευχηστής, -οῦ, ὁ, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τευχηστήρ: ῆρος adj. m вооруженный (ἄνδρες Aesch.).