ὑάλινος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑάλῐνος:''' -η, -ον (ὕᾰλος), [[κρυστάλλινος]] ή [[γυάλινος]], σε Αριστοφ.· επίσης [[ὑέλινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑάλῐνος:''' -η, -ον (ὕᾰλος), [[κρυστάλλινος]] ή [[γυάλινος]], σε Αριστοφ.· επίσης [[ὑέλινος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑάλῐνος:''' (ῠᾰ) стеклянный (ἐκπώματα Arph., Luc.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλῐνος Medium diacritics: ὑάλινος Low diacritics: υάλινος Capitals: ΥΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: hyálinos Transliteration B: hyalinos Transliteration C: yalinos Beta Code: u(a/linos

English (LSJ)

η, ον,

   A of crystal or glass, Corinn.42; ἐκπώματα Ar.Ach.74; σφραγίς IG22.1451.13; σκεύη Phld.Mort.39; φιάλαι SIG1106.153 (Cos. iv/iii B. C.), cf. Hp.Ep.16,PPetr.3p.113 (iii B. C.), Paus.2.27.3; ὑ. χρῶμα, = ferrugineus, Gloss.; hyalinum is expld. as vitreum, viridi colore, ib.: also ὑέλινος, η, ον, AP14.52, Ael.VH 13.3. [On the quantity, v. ὕαλος fin.]

Greek (Liddell-Scott)

ὑάλῐνος: -η, -ον, ὡς καὶ νῦν, ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος, Κόριννα 36· ἐκπώματα Ἀριστοφ. Ἀχ. 74· σφραγὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 34· φιάλη Παυσ. 2. 27, 3, κλπ.· ὡσαύτως ὑέλινος, η, ον, Ἀνθ. Π. 14. 52, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 3. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ὕαλος ἐν τέλει].

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de verre.
Étymologie: ὕαλος.

English (Strong)

from ὕαλος; glassy, i.e. transparent: of glass.

English (Thayer)

ὑαλίνη, ὑαλινον (ὕαλος, which see), in a fragment of Corinna and occasionally in the Greek writings from Aristophanes down, of glass or transparent like glass, glassy: Revelation 15:2.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑάλινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑέλινος και ὑέλλινος, Α
γυάλινος
αρχ.
διαφανής και στιλπνός σαν το γυαλί («καὶ ἐνώπιον τοῡ θρόνου ὡς θάλασσα ὑαλίνη», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλλος / ὕελος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

ὑάλῐνος: -η, -ον (ὕᾰλος), κρυστάλλινος ή γυάλινος, σε Αριστοφ.· επίσης ὑέλινος, , -ον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑάλῐνος: (ῠᾰ) стеклянный (ἐκπώματα Arph., Luc.).