ὕπαρχος: Difference between revisions
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὕπαρχος:''' ὁ, [[υποδιοικητής]], [[υποστράτηγος]], [[υπολοχαγός]], [[αντιπλοίαρχος]], υποκυβερνήτης, [[αντιβασιλέας]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''ὕπαρχος:''' ὁ, [[υποδιοικητής]], [[υποστράτηγος]], [[υπολοχαγός]], [[αντιπλοίαρχος]], υποκυβερνήτης, [[αντιβασιλέας]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὕπαρχος:''' <b class="num">I</b> 2 подчиненный, подвластный (Καρχηδονίων Polyb.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> помощник, заместитель (τινος Soph. и τινι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> наместник, правитель (τῆς Ἀρμενίας Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A subordinate commander, lieutenant, ὕ. ἄλλων . . οὐχ ὅλων στρατηγός S.Aj.1105; ὕ. ὢν τῷ ἀδελφῷ Luc.DMort.12.2; ὑπάρχοις τοῖς ἐμοῖς E.Hel.1432. 2 subordinate governor, of satraps, etc., Hdt.3.70, 4.166, al., X.An.4.4.4; Ἰωνίας Th.8.31; Ἑλλησποντίων Sor.Vit.Hippocr.8; in the Seleucid kingdom, OGI225.36 (Didyma, iii B. C.). b = Lat.proconsul, Epigr.Gr.906 (Gortyn); = legatus, ὕ. Αὐτοκράτορος Καίσαρος Inscr.Prien.247, cf. App.BC5.26, D.C.36.36, al.; ὕ. Αἰγύπτου, = praefectus Aegypti, Arr.An.3.5.7; ὕ. τοῦ ἱεροῦ πραιτωρίου, = praefectus praetorio, IGRom.3.435 (Pisidia), cf. Lyd. Mag.1.14, al., Gloss.; so ὕ. alone, in verse, of the praefectus praetorio Illyrici, IG22.4224 (v A. D.), cf. 4226 (v A. D.), 7.94 (Megara, v. A. D.); ὁ τῆς πόλεως ὕ., = praefectus urbi, Lyd.Mag.1.38, cf. 2.19. II subject to one, τῶν Καρχηδονίων Plb.7.9.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαρχος: ὁ, ὁ ἄρχων ἢ διοικῶν ὑπὸ τὰς διαταγὰς ἑτέρου, ὑποδιοικητής, ὑποστράτηγος, ὕπ. ἄλλων, οὐχ ὅλων στρατηγὸς Σοφ. Αἴ. 1105· ὕπ. ὤν τῷ ἀδελφῷ Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 12, 2. τοῖς ἐμοῖς ὑπάρχοις Εὐρ. Ἑλ. 1432. 2) ὁ κυβερνῶν ὡς ἀντιπρόσωπος τοῦ κυβερνήτου, ἀντιβασιλεύς, Ἡρόδ. 3. 70., 4. 166, κ. ἀλλ., Ξενοφ., κλπ.· ἐν μεταγεν. ἐπιγραφαῖς, = praefectus provinciae, ἔπαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 373b (προσθῆκ.), 1080· praef. pr et rio, τῆς αὐλῆς, αὐτόθι 2592· praefectus urbis, Εὐαγρ. 2473Α. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, τινος Πολύβ. 7. 9, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαρχος· οἰκονόμος, πολέμου στρατηγός».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commande sous les autres ou à la place d’un autre;
ὁ ὕπαρχος :
1 lieutenant;
2 gouverneur.
Étymologie: ὑπάρχω.
Greek Monotonic
ὕπαρχος: ὁ, υποδιοικητής, υποστράτηγος, υπολοχαγός, αντιπλοίαρχος, υποκυβερνήτης, αντιβασιλέας, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαρχος: I 2 подчиненный, подвластный (Καρχηδονίων Polyb.).
II ὁ
1) помощник, заместитель (τινος Soph. и τινι Luc.);
2) наместник, правитель (τῆς Ἀρμενίας Xen.).