ὕσγινον: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὕσγῑνον:''' τό, [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον κορμό του θάμνου, [[ὕσγη]], [[άλικος]], [[πορφυρός]], [[κατακόκκινος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὕσγῑνον:''' τό, [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον κορμό του θάμνου, [[ὕσγη]], [[άλικος]], [[πορφυρός]], [[κατακόκκινος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὕσγῑνον:''' τό (растительная) пурпурная краска Anth.
}}
}}

Revision as of 05:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσγῐνον Medium diacritics: ὕσγινον Low diacritics: ύσγινον Capitals: ΥΣΓΙΝΟΝ
Transliteration A: hýsginon Transliteration B: hysginon Transliteration C: ysginon Beta Code: u(/sginon

English (LSJ)

τό, a vegetable dye of bright crimson or scarlet colour, perh. the

   A kermes (v. ὕσγη), Nic.Th.511, AP6.254 (Myrin.); hysginum, Vitr.7.14.1 (excygno codd.), Plin.HN9.140, 21.170, 35.45 (hygino, yyg-, yog-, id genus, codd.), Dig.32.1.78.5, Isid.Etym.19.17.15 (iscino): gen. sg. ισγινης Edict.Diocl.19.8; ισγενης, ib.24.9-12.    2 scarlet cloak, τὸ ἄλλο ζεῦγος τῶν ὑσγείνων POxy.531.17 (ii A. D.). [ῑ Nic. and AP ll. cc.; but ὑσγῐνόεις Nic.Th.870: the forms ισγινη, ισγενη point to a naturally short, ι, lengthd. metri gr.]

Greek (Liddell-Scott)

ὕσγῑνον: τό, φυτικὴ βαφὴ ἔχουσα χρῶμα ἀνοικτὸν κόκκινον, κοινῶς «ἄλικον», μεταξὺ τοῦ πορφυροῦ καὶ τοῦ κοκκίνου· λαμβάνεται δὲ ἐκ τοῦ θάμνου ὕσγης, ὅπερ φαίνεται ὅτι εἶναι Γαλατικὸν ὄνομα ἀντὶ τοῦ πρῖνος, Νικ. Θηρ. 511, Ἀνθ. Π. 6. 254. [ῑ ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. ὑσγῐνόεις, Νικ. Θηρ. 870].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
teinture écarlate.
Étymologie: DELG ὕσγη.
Par. φοῖνιξ¹, κόκκινος.

Greek Monotonic

ὕσγῑνον: τό, χρωστική ουσία από τον κορμό του θάμνου, ὕσγη, άλικος, πορφυρός, κατακόκκινος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὕσγῑνον: τό (растительная) пурпурная краска Anth.