χρῖμα: Difference between revisions
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῖμα:''' τό, αρχ. [[τύπος]] του [[χρῖσμα]]· [[μύρο]], [[έλαιο]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''χρῖμα:''' τό, αρχ. [[τύπος]] του [[χρῖσμα]]· [[μύρο]], [[έλαιο]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῖμα:''' ατος τό Aesch. = [[χρῖσμα]] (v. l. χρίσμα). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A = χρῖσμα, unguent, oil, Xenoph.3.6 (pl.), A.Ag.94 (anap.), Achae.5.2, X.An.4.4.13 (χρίσμα vel χρῆμα codd.), Call.Lav. Pall.16 (pl.), Iamb.1.241, 272, POxy.529.4 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1376] τό, = χρῖσμα, eingeriebene Salbe, Sp., bes. D. – [Die Länge des ι bestätigt Callim. lav. Pall. 14, Xenophan. u. Achaeus bei Ath. XII, 526 b XV, 689 b; also ist χρίμα falscher Accent, s. Schäf. zu Greg. Cor. p. 566.]
Greek (Liddell-Scott)
χρῖμα: τό, ἀρχαιότερος τύπος τοῦ χρῖσμα, ἔλαιον ἢ μύρον πρὸς χρῖσιν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 94, κατὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον, ἔνθα ἕτεροι γράφουσι χρίσματος· [ῑ Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλ. 16, Ξενοφάν. (3. 6) παρ’ Ἀθην. 526Β, Ἀχαιὸς αὐτόθι 689Β· ὅθεν ὁ τονισμὸς χρίμα εἶναι πλημμελής, Schäf. εἰς Γρηγ. Κορίνθου 566.]
French (Bailly abrégé)
χρίματος (τό) :
c. χρίσμα.
Greek Monolingual
-ίματος, τὸ, Α χρίω
ευώδες μύρο, έλαιο κατάλληλο για επάλειψη, χρίσμα.
Greek Monotonic
χρῖμα: τό, αρχ. τύπος του χρῖσμα· μύρο, έλαιο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
χρῖμα: ατος τό Aesch. = χρῖσμα (v. l. χρίσμα).