χρυσόπρασος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόπρᾰσος:''' ὁ, [[πολύτιμος]] [[λίθος]] που έχει [[χρώμα]] χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''χρῡσόπρᾰσος:''' ὁ, [[πολύτιμος]] [[λίθος]] που έχει [[χρώμα]] χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόπρᾰσος:''' ὁ хрисопрас (драгоценный камень зеленовато-золотистого цвета) NT.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπρᾰσος Medium diacritics: χρυσόπρασος Low diacritics: χρυσόπρασος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΡΑΣΟΣ
Transliteration A: chrysóprasos Transliteration B: chrysoprasos Transliteration C: chrysoprasos Beta Code: xruso/prasos

English (LSJ)

ὁ,

   A chrysoprase, a precious stone of golden-green colour, Apoc.21.20, cf. Plin. HN37.113.

German (Pape)

[Seite 1382] ὁ, der Chrysopras, ein Edelstein von goldgelber u. lauchgrüner Farbe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμός τις λίθος ἔχων χρῶμα πράσινον χρυσίζον, Ἀποκάλυψ. κα΄, 20· πρβλ. Πλίν. 37. 34, καὶ ἴδε χρυσοβήρυλλος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chrysoprase, sorte de pierre précieuse d’un vert de poireau à reflets dorés.
Étymologie: χρυσός, πράσον.

English (Strong)

from χρυσός and prason (a leek); a greenish-yellow gem ("chrysoprase"): chrysoprase.

English (Thayer)

(χρυσοπρασον Lachmann), χρυσοπρασου, ὁ, (from χρυσός, and πράσον a leek), chrysoprase, a precious stone in color like a leek, of a translucent golden-green (cf. BB. DD., under the word; Riehm, HWB, under the word, Edelsteine 6): Revelation 21:20.

Greek Monolingual

ὁ, Α
το χρυσοπράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρασος (< πράσον), Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chrysoprasus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chrysoprase), βλ. και λ. χρυσο-πράσιο].

Greek Monotonic

χρῡσόπρᾰσος: ὁ, πολύτιμος λίθος που έχει χρώμα χρυσοπράσινο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπρᾰσος: ὁ хрисопрас (драгоценный камень зеленовато-золотистого цвета) NT.