αὐτοψία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτοψία:''' ἡ непосредственное узрение: αὐτοψίῃ [[μαθεῖν]] τι Luc. увидеть что-л. собственными глазами.
|elrutext='''αὐτοψία:''' ἡ непосредственное узрение: αὐτοψίῃ [[μαθεῖν]] τι Luc. увидеть что-л. собственными глазами.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br />a [[seeing]] with one's own eyes, Luc.
}}
}}

Revision as of 12:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοψία Medium diacritics: αὐτοψία Low diacritics: αυτοψία Capitals: ΑΥΤΟΨΙΑ
Transliteration A: autopsía Transliteration B: autopsia Transliteration C: aftopsia Beta Code: au)toyi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A seeing with one's own eyes, Dsc. Praef.5, PTeb.286.20 (ii A. D.), Luc.Syr.D.1; in Medic., as t.t. of the Empiric school, Gal.1.67; ἐπὶ τῆς αὐ. SIG827 D 4 (Delph., ii A. D.), cf. POxy.1272.19 (ii A. D.); ἐπὶ τὴν αὐ. ἐλθεῖν IG9(1).61.17.    II supernatural manifestation, vision, Procl.in Alc.p.92 C. (pl.), Iamb.Myst.2.4 (pl.), 7.3 (pl.); [δαίμων] κληθεὶς εἰς αὐ. Porph. Plot.10, cf. Dam.Isid.13 (pl.); opp. ὄνειρος, Ps.-Callisth.1.6; magical operation for the production of such a manifestation (αὐθ.), PMag.Par.1.950, P Mag.Leid.W.16.38.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοψία: ἡ, τὸ ἰδίοις ὄμμασι βλέπειν τι, Διοσκ. προοίμ., Λουκ. π. Συρ. Θ. 1· ἐκ τῆς αὐτοψίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1711Α. 4· ἐπὶ τὴν αὐτ. ἐλθεῖν αὐτόθι 1732a.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de voir de ses propres yeux.
Étymologie: αὔτοπτος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Grafía: graf. αὐθ- PMag.4.950
I 1estudio, examen u observación personal τὰ μὲν λοιπὰ δι' αὐτοψίαν γνόντες Dsc.praef.5, τὰ μὲν αὐτοψίῃ ἔμαθον Luc.Syr.D.1, ἐπὶ τῆς αὐτοψίας por observación directa, FD 4.293.4 (II d.C.), ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν ἐλθών habiendo ido a verlo por sí mismo, IG 9(1).61.17 (Daulis II d.C.), παραγενέσθαι ἐπὶ τὴν αὐτοψίαν personarse para efectuar una inspección personal, POxy.1272.19 (II d.C.), cf. PTeb.286.20 (II d.C.), PLeit.16.26, PCair.Isidor.66.6 (III d.C.).
2 medic. inspección ocular τὸ γὰρ αὐτὸ τοῦτο τῷ μὲν τηρήσαντι, αὐτοψία, τῷ δὲ μαθόντι τὸ τετηρημένον, ἱστορία ἐστιν Gal.1.67.
II 1visión sobrenatural Procl.in Alc.92, Iambl.Myst.2.4, 7.3, (δαίμων) κληθεὶς εἰς αὐτοψίαν Porph.Plot.10, cf. Dam.Isid.13
op. ὄνειρος Ps.Callisth.7.4.
2 acción mágica para provocar una visión sobrenatural, PMag.l.c., 13.734.

Greek Monolingual

η (AM αὐτοψία) αυτόπτης
το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια
νεοελλ.
1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση
2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή
μσν.
θεολ. ο εκστατικός οραματισμός του Θεού.

Greek Monotonic

αὐτοψία: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), το να βλέπει κάποιος κάτι με τα ίδια του μάτια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοψία: ἡ непосредственное узрение: αὐτοψίῃ μαθεῖν τι Luc. увидеть что-л. собственными глазами.

Middle Liddell

ὄψομαι, fut. of ὁράω
a seeing with one's own eyes, Luc.