δείλακρος: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(1b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δείλακρος:''' глубоко несчастный Arph. | |elrutext='''δείλακρος:''' глубоко несчастный Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.
German (Pape)
[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
Greek (Liddell-Scott)
δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.
Greek Monolingual
δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].
Greek Monotonic
δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δείλακρος: глубоко несчастный Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.